Αφήγηση μιας ηλικιωμένης κυρίας στην Άνω Πόλη που τα σπίτι της ήταν χτισμένο δίπλα στα τείχη) «Πότε πότε παιδί μου είχα την εντύπωση ότι κάποιος άλλος βρισκόταν στο σπίτι μας χωρίς να τον βλέπω. Δεν έδωσα και τόση σημασία σ’ αυτή την εντύπωση. Δεν με πείραζε, έλεγα πως θα’ ναι κανένας άγιος. Το σπίτι μου έχει αυλή που τελειώνει ακουμπώντας στο αρχαίο τείχος. Είναι στην οδό Επαμεινώνδα αριθμός ένα, αριστερά της οδού Οιδίποδος, πίσω από την εκκλησία, Μια νύχτα λοιπόν που έβρεχε, γύρω στις έντεκα η ώρα ακούω την αυλόθυρα να τρίζει, την έκλεισε και προχώρησε με ένα βήμα επιτακτικό, ξέρεις σαν εκείνο των πολεμιστών που παλιά καβαλούσαν άλογο και φορούσαν μπότες. Προχώρησε ως το τοίχος και σταμάτησε. Εγώ φοβήθηκα πολύ γιατί εκτός των άλλων δεν ακούστηκε να ξαναφεύγει και εγώ – μη τολμώντας να ιδώ ποιος είναι – ξενύχτησα όλη νύχτα και το πρωί δεν βρήκα κανένα. Δεν έχω τηλέφωνο αλλιώς θα τηλεφωνούσα να’ ρθει κάποιος να με ξεφοβήσει. Και τι βήματα μεγάλα! Αλλά δε σου τελείωσα την ιστορία. Μετά δύο χρόνια περίπου, ήρθε η αρχαιολογική υπηρεσία και έσκαψε μέσα στην αυλή μου και βρήκε μια εκκλησία μέσα στο τοίχος. Μάλιστα! Μέσα στο τοίχος!».