Η αρχαία μονή της Παναγίας της Μακρινής υπαγόταν στο Μονύδριο του Αγίου Γεωργίου Σινά της Καστανιάς και αναφέρεται σε Πατριαρχικό Σιγίλλιο του έτους 1816. Η περιοχή αυτή είναι γνωστή με το όνομα «ασκηταριά», επειδή εδώ ζούσαν πολλοί ασκητές. Εδώ κοντά, σε απόσταση μιας ώρας δρόμου περίπου, βρίσκεται και το Καντήλι ή Μαύρη Τρύπα. Πρόκειται για ένα σπήλαιο, για το οποίο υπάρχει η παράδοση, ότι κατά τις σκοτεινές νύχτες από το εσωτερικό του έβγαινε ένα φως που φαινόταν από τη θάλασσα και το έβλεπαν κυρίως οι ναυτικοί. Εδώ λένε πως βρίσκεται το λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Τον θρύλο αναφέρουν επίσης ο Γάλλος περιηγητής Τεβενώ το 1655, ο Ιωσήφ Γεωργειρήνης στην περιγραφή της Σάμου το 1666 και σε ένα ποίημά του ο ιερομόναχος Καισάριος Δαπόντες που επισκέφθηκε το νησί το 1757. Ο Επ. Σταματιάδης μαρτυρεί ότι είδε το φως και προσπάθησε να δώσει στο φαινόμενο επιστημονική εξήγηση. Υποστήριξε δηλαδή, ότι η λάμψη οφείλεται στο φωσφορούχο υδρογόνο που παράγεται μέσα στο σπήλαιο, φαινόμενο που γίνεται ορατό από μακριά. όταν υπάρχει τέλειο σκοτάδι. Υπάρχουν ωστόσο μαρτυρίες, τσοπάνων κυρίως, σύμφωνα με τις οποίες, κάποιοι από αυτούς, μπαίνοντας στη σπηλιά αντίκρισαν το ιερό σκήνωμα ενός αγίου, που έμοιαζε να κοιμάται ενώ ολόγυρά του έκαιγαν λαμπάδες και πάνω από το κεφάλι του έφεγγε ένα ακοίμητο καντήλι. Κάποιος μάλιστα που εξ αιτίας αυτού του γεγονότος, πήγε στην Πάτμο για να καλογερέψει, αναγνώρισε το πρόσωπο του σκηνώματος , στην εικόνα του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Το είπε στον ηγούμενο κι αυτός έστειλε δυο καλόγερους στον Κέρκη να ψάξουν τη σπηλιά. Αυτοί όμως γύρισαν άπρακτοι, επειδή δεν βρήκαν τίποτα. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που ισχυρίζονται επίσης, ότι άκουσαν σ αυτόν τον τόπο ψαλμωδίες, οσφράνθηκαν θυμιάματα και είδαν καλόγερους να χάνονται στα βάθη του σπηλαίου. Πολλοί προσπάθησαν να εξακριβώσουν την προέλευση του φωτός, όταν πλησίαζε όμως κάποιος το φως εξαφανιζόταν. Η παράδοση είναι πολύ παλιά, μνημονεύεται ως τις μέρες μας και ομολογείται από ορθόδοξους, Καθολικούς Χριστιανούς, ακόμα και μουσουλμάνους. Τα τελευταία χρόνια δεν παρατηρείται πια το φαινόμενο και το πιθανότερο είναι, οι ασκητές που ζούσαν τότε στις σπηλιές της περιοχής, νʼ άναβαν κάποια φωτιά για να ζεσταθούν ή να προέρχονταν από το φως των καντηλιών κάποιας εκκλησίας. Το 1986, ο αρχιτέκτονας ερευνητής Αργύρης Πετρονώτης, μαζί με άλλους, μεταξύ των οποίων και ο Ιπποκράτης Ζαϊμης, αναρριχήθηκαν και εξερεύνησαν επιστημονικά πλέον το σπήλαιο. Από τα αποτελέσματα αυτής της έρευνας και μάλιστα από το βιβλίο Αντιπελάργηση, πληροφορούμαστε ότι η σπηλιά από το κάτω μέρος είναι απάτητη, ενώ από πάνω υπάρχει βατό χωμάτινο πεδίο. Από εκεί είναι δυνατόν να κατεβεί κανείς, αλλά μόνο με σχοινιά και αναρριχητικές μεθόδους. Η Μαύρη Τρύπα είναι θολωτή και μοιάζει με στόμα φούρνου. Το πλάτος της είναι περίπου 9 μέτρα, το ύψος της 6 μέτρα και το βάθος της γύρω στα 10 μέτρα. Στην είσοδό της υπάρχει μικρό κτίσμα, όρυγμα επενδυμένο με πέτρες και ανατολικό προσανατολισμό. Πρόκειται μάλλον για τάφο, απ όπου με επιμέλεια έχει γίνει ανακομιδή των λειψάνων. Μέσα στο σπήλαιο δεν υπάρχει ίχνος καντηλιού, καπνιάς ή φωτιάς έστω και τίποτα σχετικό με ιερή εγκατάσταση, κόγχη ιερού, λατρεία, τοιχογραφία, επιγραφή ή χάραγμα. Τα ευρήματα ήταν ελάχιστα. Δυο σκουριασμένα κουτιά που θυμίζουν κονσερβοκούτια κι ένα φτωχό αγγείο κομματιασμένο, που όταν συναρμολογήθηκε και ετάσθηκε, χρονολογήθηκε τελικά στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα, ίσως πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Θεωρείται προϊόν «σαμιώτικου» κεραμοποιείου και φέρει ωραίο σχέδιο με φύλλα ελιάς που παραπέμπουν σε εργαστήρι του Τσανάκ καλέ. Οι έρευνες ωστόσο δεν σταμάτησαν εκεί. Συνεχίζονται και ίσως κάποια στιγμή λυθεί ο γρίφος του υπέροχου αυτού θρύλου.