Μια οικογένεια, κάτοικοι της κωμόπολης αυτής, ζήτησε επανειλημμένα από το ισχυρό και προικισμένο διάμεσο Μαρία Καρύδη να μεταβεί και να ερευνήσει για κάποιο θησαυρό θαμμένο σε πατρογονικό τους σπίτι, ακατοίκητο από χρόνια. Οι ίδιοι κατοικούσαν πια σε άλλη κατοικία. Πράγματι η κυρία Καρύδη τελικά πήγε εκεί για να ερευνήσει τι συμβαίνει. Συγκεκριμένα είχε κληθεί από την κόρη του τελευταίου ζεύγους, που ζούσε προ ετών στη κατοικία που παρουσίαζε μεταφυσικά φαινόμενα. Είχε δε παρατηρηθεί μετά το θάνατο των γονιών της, ότι όποιος το νοίκιαζε για να μείνει μέσα αρρώσταινε, είχε εφιάλτες, τον έπιανε ένας περίεργος βήχας κάτι δηλαδή σαν ασθματική κατάσταση, ώσπου στο τέλος πέθαινε. Αυτό είχε συμβεί αρκετές φορές δηλαδή σε 4 διαδοχικούς ενοικιαστές. Η ίδια δε η κόρη ηλικίας περίπου τότε (1976) 45 ετών, εμφάνιζε κάτι σαν κρίσεις άσθματος και αυτή όταν επισκεπτόταν το σπίτι για να το ψάξει, οι οποίες κρίσεις της μονιμοποιήθηκαν, αλλά περιέργως δυνάμωναν όταν επισκέπτονταν την πατρογονική τους κατοικία, καμωμένη από πέτρα και η οποία αποτελείται από υπόγειο, ισόγειο και έναν όροφο. Οι κατά καιρούς ένοικοι και οι επισκέπτες του σπιτιού αυτού άκουγαν θορύβους, τριξίματα, φύσημα αέρος τον οποίο αισθάνονταν και ανατρίχιαζαν, ενώ πέτρες αρκετά μεγάλες πετάγονταν επάνω σου και αν δεν πρόσεχες ήσαν δυνατόν να σε χτυπήσουν σοβαρά. Αυτό, κυρίως στο υπόγειο όπου ήταν και θαμμένος ο παλιός αυτός θησαυρός. Οι πέτρες αυτές προέρχονταν από τα πολλά σκαψίματα που είχαν διενεργηθεί εκεί από διάφορους που είχαν πληροφορηθεί ότι το σπίτι περιείχε ένα θησαυρό. Αυτοί οι φερέλπιδες χρυσοθήρες πραγματοποιούσαν διαρρήξεις στο κτίριο αυτό της Ορμυλίας ή άνοιγαν οπές στο πίσω μέρος του τις νύχτες και έκαναν κρυφά ανασκαφές στο υπόγειο. Η κυρία Καρύδη με την οξυμένη διαίσθησή της είχε αντιληφθεί το μάταιο της υπόθεσης και τους κινδύνους που παραμόνευαν, λόγω της μεγάλης δύναμης των προσγείων και τους είχε επανειλημμένα συστήσει κατά την εκεί παραμονή της να μην προβούν σε σχετικές ενέργειες, διότι η κατοικία ήταν κατειλημμένη από πολλούς προσγείους (βρικόλακες), οι οποίοι ως πρόσγεια πνεύματα και έχοντας συχνά και υλικό σώμα κατέχουν μεγαλύτερη σωματική δύναμη από τα υπόλοιπα κακά πνεύματα και επιθυμούν να σε αρπάξουν από το λαιμό για να σε πνίξουν καθώς και γενικά να σε βλάψουν. Τελικά μετά από πολλές παρακλήσεις της οικογένειας αυτής, η κυρία Καρύδη δέχτηκε να κάνει μια ύπνωση στο ισόγειο καθισμένη μαζί με την οικογένεια στα αρχικά σκαλοπάτια της κλίμακας που οδηγούσαν στον όροφο. Μόλις η κυρία Καρύδη περιέπεσε σε έκσταση, όπως της είπαν οι ίδιοι αργότερα, διότι η ίδια δε θυμόταν, άρχισαν ο πρόσγειοι δια του στόματός της να τους απειλούν με βραχνή φωνή να φύγουν από το σπίτι. (Οι δαίμονες γενικά έχουν βραχνή φωνή). Δυστυχώς τα κακά αυτά πνεύματα τα προσκολλημένα στο θησαυρό εισήλθαν εντός της και την κατέλαβαν, με αποτέλεσμα να παγώσει και να βαρύνει αφάνταστα, σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορούν να τη σηκώσουν από εκεί έξι άντρες, από τους οποίους άλλοι παρίσταντο και άλλοι έντρομοι προσέτρεξαν σε βοήθεια. Παρ’ όλα αυτά δεν μπορούσαν να τη σηκώσουν και να την μετακινήσουν μεταφέροντας την έξω από την κατοικία της Ορμύλιας.. Σημειωτέον ότι εξακολουθούσε να είναι παγωμένη. Κάποιος από την ομύγηρη τους μιλούσε, προσπαθώντας να τους πείσει να εγκαταλείψουν τη δύστυχη κυρία Καρύδη και έτσι αυτή να σωθεί. Αλλά αυτοί επέμεναν να την κρατούν στη κατοχή τους. Ξαφνικά η Καρύδη, όπως το ανακαλεί στη μνήμη της, είδε τη μορφή της θεοτόκου σε ώριμη ηλικία, η οποία της έδωσε (πρότεινε) το χέρι της εφάπτοντας στο δικό της δείχνοντας ταυτόχρονα με το άλλο της χέρι τον τοίχο πάνω από το αναίσθητο διάμεσο. Και τότε μίλησε η Παναγία από το στόμα της Μαρίας Καρύδη, λέγοντας να τη πάνε στην εκκλησία και ν΄ ακουμπήσουνε πάνω της την εικόνα της Παναγίας των Ρόδων. Τότε η ιδιοκτήτρια της κατοικίας με το θησαυρό θυμήθηκε ότι ακριβώς πάνω από το πεσμένο διάμεσο υπήρχε μια απλή κεντημένη εικόνα της Θεοτόκου βρεφοκρατούσης, την οποία η οικογένεια είχε χαρίσει στην εκκλησία διότι δεν ήθελε να έχει τίποτε από αυτό «το στοιχειωμένο» σπίτι στο νοικοκυριό της. Μάλιστα στο τοίχο υπήρχε το καρφί ανάρτησης και το σημάδι του κάδρου πιο ανοιχτόχρωμο από τον υπόλοιπο τοίχο. Η Μαρία Καρύδη είχε κάπως ελαφρώσει και οι παρευρισκόμενοι, που τη γνώριζαν από παλιά και τη συμπαθούσαν για το καλό της χαρακτήρα, έκαναν με ζήλο ακόμη μερικές προσπάθειες και κατόρθωσαν να τη σηκώσουν από εκεί και να την τοποθετήσουν στη καρότσα μεγάλου φορτηγού της οικογένειας, το οποίο έφεραν εκεί εσπευμένα. Αμέσως μετά την μετέφερνα στην εκκλησία, την οποία άνοιξαν και τοποθέτησαν τη Μαρία Καρύδη εμπρός στο ιερό, βάζοντας τη Παναγία με τα Ρόδα επάνω στο στήθος της, Και σιγά-σιγά η Μαρία Καρύδη συνήλθε και σηκώθηκε, ευχαρίστησε το Θεό για τη σωτηρία της, έκανε την προσευχή της και αναχώρησε για τη Θεσσαλονίκη