Ένα χρόνο μετά την εύρεση της εικόνας και πριν ολοκληρωθεί η ανέγερση του Ναού, ο Αλιβίζος Καλάβριας, ένας ευκατάστατος έμπορος κάτοικος της Χώρας, μετά από μία μολυσματική επιδημία έπαθε βίαιες κρίσεις συμπεριφοράς, οι οποίες χειροτέρευαν με τον χρόνο. Κατά τα βίαια ξεσπάσματά του επαναλάμβανε την επιθυμία του να πνιγεί. Πράγματι κάποια μέρα κατάφερε να ξεφύγει μέσα στην νύχτα βουτώντας στην χειμωνιάτικη θάλασσα. Τα νερά τον παρέσυραν στα ανοικτά και η θάλασσα τον τραβούσε στον βυθό. Ο πνιγμός ήταν βέβαιος, δεδομένου ότι επιπλέον δεν ήξερε καθόλου κολύμπι. Τις τελευταίες στιγμές συνέρχεται και από τον βυθό της θάλασσας παρακαλάει την Παναγία να τον σώσει. Την ίδια στιγμή, ένα στιβαρό χέρι νιώθει να τον ανασηκώνει στον αφρό και από εκεί χάνει τις αισθήσεις του. Το επόμενο πρωινό ένας ψαράς τον βρίσκει και τον συλλέγει από την επιφάνεια της θάλασσας. Σχεδόν νεκρός τοποθετείται στην παραλία όπου και του παρασχέθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Όλοι έμειναν κατάπληκτοί, όχι μόνο επειδή επιβίωσε μετά από όσο θαλασσινό νερό είχε πιει, αλλά και από το γεγονός ότι από εκείνη την στιγμή θεραπεύθηκε εντελώς. Τότε πούλησε την τεράστια περιουσία του και γεμάτος ευγνωμοσύνη πλήρωνε κάθε Σάββατο τα ημερομίσθια των εργατών, ενώ παράστεκε κάθε ανάγκης έως ότου δαπάνησε όλα τα χρήματά του. Εντελώς φτωχός πλέον φόρεσε ράσο και αφοσιώθηκε στην υπηρεσία του Ναού και την λατρεία της Παναγίας. Ο Καλάβριας αποτέλεσε την ζωντανή ιστορία ανέγερσης του Ναού και αφηγητής των θαυμάτων της Μεγαλόχαρης. Πεθαίνει σε βαθύ γύρας και για τις ανεκτίμητες υπηρεσίες που προσέφερε, θάφτηκε στο προαύλιο του ναού, παράπλευρα των κτητόρων της εκκλησίας.