Ήταν απόγευμα... Ένας γείτονάς μας και φίλος, μας κάλεσε το αγόρι μου κι εμένα, σπίτι του. Είχαμε μαζευτεί 6 άτομα (ήμασταν 3 ζευγάρια). Καθίσαμε στην κουζίνα του σπιτιού γύρω από το μεγάλο σχετικά τραπέζι της. Συζητούσαμε για διάφορα κοινωνικά θέματα και χαλαρώναμε και με αστειάκια που λέγαμε μεταξύ μας. Κατά το βραδάκι, εκεί που μιλούσαμε όλοι μαζί, εμένα μου αποσπάει την προσοχή κάτι που υπήρχε στο σαλόνι του σπιτιού του γείτονα. Όλη η παρέα μιλούσε και γελούσε με διάφορα, κανείς δεν αντιλήφθηκε αμέσως ότι το βλέμμα μου είχε κολλήσει στο σαλόνι. Ο πρώτος που το κατάλαβε ήταν ο γείτονας. Ο γείτονας έχει και εκείνος ας πούμε παραφυσικές "τάσεις" και "ενοχλήσεις" κατά καιρούς. Ο γείτονας λοιπόν αντιλήφθηκε πρώτος ότι το βλέμμα μου ήταν κολλημένο στο σαλόνι του σπιτιού του. Δεν με ενόχλησε όμως... δεν μου είπε κουβέντα! Ήξερε ότι κάτι κοιτούσα... "κάτι".... δεν μπορούσε όμως να δει αυτά που έβλεπα. Στο σαλόνι λοιπόν βλέπω μια στρατιά (την αρχή της στρατιάς διότι η υπόλοιπη συνεχιζόταν πέρα από τον τοίχο του σαλονιού). Η στρατιά αυτή αποτελείται από κοντά όντα (μικρόσωμα). Τα όντα είναι μαύρα... μάλλον αρκετά μαλλιαρά. Δίνουν την αίσθηση άβουλων πλασμάτων. Σαν μικρά παιδιά. Άβουλα πλάσματα που υπηρετούν έναν αρχηγό. Ναι! Στη στρατιά υπάρχει ένας αρχηγός που την ηγείται! Είναι ψηλός (γύρω στα 2 μέτρα). Μαύρα ενδύματα τα οποία όμως δεν μπορώ να διακρίνω καλά αν είναι στολή πολεμιστή, αλλά αυτήν την αίσθηση μου δίνει. Φοράει μια περικεφαλαία. Έχει η περικεφαλαία στο τελείωμά της μαύρα φτερά (σαν Ρωμαίου αρχαίου πολεμιστή, αλλά με μαύρο χρώμα). Ο Μαύρος Αρχηγός κάθεται μπροστά από την στρατιά του. Τα μικρόσωμα μαύρα άβουλα όντα, δείχνουν να τον φοβούνται και να τον υπηρετούν πιστά. Εγώ ένιωσα τον φόβο τους αυτό. Θέλω να τους βοηθήσω να ξεφύγουν από την εξουσία του μαύρου αρχηγού. Ξαφνικά, σηκώνομαι από την κουζίνα και πηγαίνω στο σαλόνι... Προσπερνώ τον ψηλό μαύρο αρχηγό και κάθομαι στο μπράτσο της πολυθρόνας η οποία ήτανε δίπλα από τη στρατιά. Η παρέα έμεινε αποσβολωμένη... οι μισοί φίλοι όμως της παρέας μου, γνωρίζανε για τις παραφυσικές μου ιδιότητες. Οι άλλοι μισοί, συνέχισαν ανέμελοι την κουβεντούλα τους. Κάθομαι λοιπόν δίπλα στην στρατιά των κοντόσωμων όντων. Και νιώθω τον πόνο και τον φόβο τους προς τον αρχηγό τους, τα συμπονώ. Τους λέω: "Ξέρω τί περνάτε... ξέρω πώς νιώθετε! Μην τον φοβάστε! Θα σας προστατέψω εγώ! Ελάτε κοντά μου." Εκείνα μου απαντούν ομόφωνα: "Δεν μπορούμε, δεν μας αφήνει. Πόσο πολύ φοβόμαστε!" Αμέσως εγώ αποφασίζω να λάβω δράση. Σηκώνομαι από το μπράτσο της πολυθρόνας όπου καθόμουνα. Στέκομαι μπροστά στον ψηλό μαύρο αρχηγό τους, άφοβη! Δεν έχει καμία δύναμη επάνω μου (αν και ξέρω ότι θα το ήθελε να έχει.) Και του λέω: "Ακολούθα με!". Και βαδίζω προς την έξοδο του σπιτιού. Ο αρχηγός με ακολουθούσε από πίσω μου. Όταν έφτασα στην εξώπορτα του λέω: "Φύγε!" Μα εκείνος με ειρωνικό ύφος εννοείτε ότι δεν έφυγε. Κατάλαβα ότι έχω να κάνω με ένα ον που δεν μπορώ να το προστάξω και ούτε να του ζητήσω κάτι, έστω κι ευγενικά. Επιστρέφω λοιπόν στην στρατιά, βαδίζοντας προς την πολυθρόνα του σαλονιού. Από πίσω μου ακολουθεί και ο αρχηγός. Λέω και πάλι στα κοντόσωμα μαύρα άβουλα και φοβισμένα όντα της στρατιάς: "Ελάτε μαζί μου... μην φοβάστε! Θα σας προστατεύσω!" Και βαδίζω προς την κουζίνα. Ο αρχηγός παρέμεινε μπροστά από τη στρατιά του. Μαζί μου όμως στην κουζίνα, ήρθαν τέσσερα όντα της στρατιάς. Αυτά τα τέσσερα μόνο κατόρθωσαν να ξεπεράσουν τον φόβο τους για τον αρχηγό και να με εμπιστευτούν ότι μπορώ να τα προστατεύσω από εκείνον. Κάθισα στην καρέκλα μου στην κουζίνα και δεξιά και αριστερά μου καθίσανε μαζί μου τα τέσσερα φοβισμένα όντα. Σχεδόν γονατισμένα δίπλα μου σκύβανε το κεφαλάκι τους κι εγώ τα χάιδευα με στοργή. Εκείνα νιώθανε την ασφάλεια που πράγματι τους παρείχα. (Η παρέα εννοείται έχει πλέον μείνει άφωνη! Απλά οι φίλοι πλέον, παρακολουθούσαν αποσβολωμένοι. Ο γείτονας μόνο κατάλαβε ότι κάτι συνέβαινε, μα ακόμα δεν μπορούσε να "δει"). Λέω στην παρέα όσα προλαβαίνω να τους πω... και καταλήγω: "Τώρα είναι εδώ δίπλα μου μαζί μας τα τέσσερα όντα που γλίτωσαν!" Και τότε! Τότε βλέπω τον μαύρο ψηλό Αρχηγό τους να έρχεται προς το μέρος της κουζίνας! Ερχότανε για να πάρει πίσω τα τέσσερα όντα της στρατιάς του! Και ώω!! επιτέλους δεν είμαι η μόνη που τον βλέπω! Τώρα τον βλέπει και ο γείτονας! Ανταλλάσσουμε περιγραφές και επιβεβαιωνόμαστε για την εγκυρότητά μας. Η παρέα βέβαια έμεινε κάγκελο! Και λέω: "Δεν τον φοβάμαι! Ας έρθει! Δεν θα πάρει τίποτα μαζί του πίσω!" και τα τέσσερα όντα δείχναν δίπλα μου ανήσυχα, φοβισμένα. Τους χαϊδεύω πάλι τα κεφαλάκια τους και τους λέω: "Μην φοβάσθε μικρά μου. Θα σας προστατεύσω. Μπορώ! Δεν θα τον αφήσω να σας πάρει μαζί του!" Ο μαύρος ψηλός αρχηγός, είχε μπει πλέον μέσα στην κουζίνα! Κάθεται μπροστά μου. Και του λέω: "Φύγε! Εδώ δεν υπάρχει κάτι που σου ανήκει!" Και ο αρχηγός φεύγει. Επιστρέφει στο σαλόνι, πλησιάζει τη στρατιά του και έπειτα εξαφανίζεται μαζί κι εκείνη. Λέω στο γείτονα και την παρέα: "Εντάξει... έφυγαν! Όμως! Έχω ακόμα δίπλα μου τα τέσσερα όντα που τώρα πια έχουν εφησυχασθεί." Και τότε! Βλέπω να μπαίνει από την είσοδο της κουζίνας, μία ψηλή γυναικεία μορφή. Ερχότανε για να παραλάβει τα τέσσερα όντα. Στην αρχή δεν ήμουν σίγουρη αν έπρεπε να αφήσω τα όντα να πάνε μαζί της. Νιώθω όμως αργότερα ότι η μορφή αυτή είναι του "καλού" κόσμου. Μάλλον κάποια Αγία, ίσως όμως και να ήταν άλλου είδους καλή οντότητα. Μου γνέφει η ψηλή γυναικεία μαυροφορούσα μορφή, σαν να μου λέει ότι ήρθε για να παραλάβει. Εγώ κοιτάζω τον γείτονα και του λέω: "Πες μου, την βλέπεις κι εσύ;" και ο γείτονας απαντά: "Ναι την βλέπω! Άφησέ τα να φύγουν μαζί της! Είναι καλή οντότητα, το νιώθω κι εγώ." Και τότε λέω στα τέσσερα όντα: "Ήρθε η ώρα να φύγετε μικρά μου. Πηγαίνετε μαζί της και ησυχάστε εν ειρήνη και γαλήνη. Αμήν." Και τα τέσσερα όντα φύγανε μαζί της..... μακριά. Λέω στον γείτονα: "Είναι περίεργο.... νιώθω μια περίεργη μοναξιά." Και τότε αντιλαμβάνομαι πίσω μου να στέκονται τέσσερις (μάλλον τέσσερις Άγιοι). Μου λέει ο γείτονας: "Ναι. Τους αντιλαμβάνομαι κι εγώ πίσω σου καλή μου Ίντιγκο." Και αρχίσαμε μαζί να λέμε τα ονόματά τους....... Και έτσι τελείωσε..... Αυτά συνέβησαν φίλοι μου εκείνο το απόγευμα προς βραδάκι. Να σας πω κάτι; Καθώς σας τα έγραφα τώρα όλα αυτά που έγιναν τότε, άκουσα στην αρχή τον ήχο κοφτερής λεπίδας σπαθιού. Όπως ακούγεται όταν το βγάζει το σπαθί του ο πολεμιστής από τη θήκη του. Ελπίζω να έκανα καλά που σας τα είπα.... Να έχετε πίστη στην καλή σας δύναμη και να ξέρετε ότι δεν θα σας πειράξει κανείς. Τα σέβη μου προς όλους.