Επισκέφτηκα για πρώτη φορά το σπήλαιο της Πεντέλης. Μετά από πολύ ψάξιμο στο διαδύκτιο κατάφερα να βρω κάποιες πολύ σύντομες οδηγίες πρόσβασης μια και για έτοιμους χάρτες που να καλύπτουν την περιοχή ούτε λόγος, τόσο που σε κάνει να αναρωτιέσαι "γιατί", βρήκα το δρόμο για το σπήλαιο. Θα πω εκ των προτέρων ότι δεν έχω να αναφέρω κάποια εντυπωσιακή μεταφυσική εμπειρία, εκτός αν σαν τέτοια μπορεί να θεωρηθεί το reset του κινητού τηλεφώνου δύο φορές, κάτι που δεν το έχει ξανακάνει. Το σίγουρο είναι πως πρόκειται για μια απολαυστική εμπειρία στο μέρος που ακόμη αποπνέει μια ιερότητα από την εποχή που οι αρχαίοι κάτοικοι των Αθηνών, κατέβαζαν το μάρμαρο, μέχω του γνωστού λιθόστρωτου δρόμου μέχρι του πρόποδες του βουνού και από εκει προς τον βράχο της Ακρόπολης. Η σπηλιά δεν είναι εντελώς μοναχική, ήταν και Κυριακή βέβαια, αλλά συνεχώς ερχόταν και έφευγε κόσμος. Όχι πολλοί, μια παρέα έρχονταν, μια έφευγε. Όλοι όμως, ευτυχώς, έμοιαζαν να σέβονται το μέρος. Απλοί πολίτες-επισκέπτες που έδειχναν ένα σεβασμό, άγνωστο, εμφανώς στο κράτος που κατέστρεψε και που επέτρεψε σε ξένους να καταστρέψουν την αρχική μορφή του χώρου. Η γνωστή τσιμεντένια κατασκευή έστεκε σε μια φαινομενική αντιπαράθεση με τα γραφικά εκκλησίδια στην είσοδο της σπηλιάς. Μια αντιπαράθεση άσκοπη, τόσο ιστορικά όσι κι αισθητικά. Το εσωτερικό των εκκλησιδίων, αποτελεί μια εντυπωσιακή επίδειξη αρμονίας ανάμεσα στο φυσικό και το τεχνητό, όταν αυτό γίνεται με το σεβασμό που αρμόζει στον χώρο. Το εσωτερικό, τόσο φιλόξενο και δεκτικό σε ανθρώπινες παρουσίες που πλησιάζουν με σεβασμό που με έκανε να απορήσω, μετά τις άπειρες ιστορίες που είχα ακούσει, κάποιες από αυτές αρκετά τρομακτικές, με την άνεση που ένιωσα, ακόμη και στό βαθύτερο μέρος του σπηλαίου, καθώς και για τη φιλικότητα και οικιότητα που έμοιαζε να μου δείχνει ο χώρος. Έμεινα μέσα για περισσότερο από δύο ώρες και η μόνη στιγμή που ένιωσα άβολα ήταν όταν ξαναβγήκα στο φως, μαζί με μια νοσταλγία αποχωρισμού που με ανάγκασε να σταθώ και να κοιτάξω πίσω μου αρκετές φορές, πριν στρίψω δεξιά στο δρομάκι και χάσω τη σπηλιά από τα μάτια μου. Για να συμπληρώσω την εικόνα θα αναφερθώ και στα δύο ημιτελή τούνελ, που κατασκευάστηκαν στα πλαίσια των μυστηριωδών στρατιωτικών έργων, που στέκουν σε άθλια κατάσταση πλέον, με τα δοκάρια τους να έχουν λυγίσει σε πολλά σημεία, από την πίεση του βουνού, σαν παρωδίες, δεξιά και αριστερά από τη μεγαλόπρεπη είσοδο της σπηλιάς. Το διαχρονικό και το εφήμερο...