Το δαιμόνιο, ο άγγελος και η Παναγία
Ημερομηνία: 01/03/2008
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: Οι δαίμονες και τα έργα τους, Ιερά Μονή Παρακλείτου, σελ. 488-493
Ήταν Μάρτιος του 1984 όταν γύρισα στην Ελλάδα. Είχα ένα περίεργο αίσθημα «δύναμης». Αισθανόμουν άτρωτος, πολύ δυνατότερος από τους ανθρώπους γύρω μου. Μπορώ να βρω με ακρίβεια την αρχή αυτού του αισθήματος. «Κάτι» είχε βγει από το σώμα εκείνου του Ολλανδού γιόγκι, του μαθητή του Babaji και μπήκε μέσα μου. Τότε «άλλαξα».
Δεν είχε περάσει μήνας αφότου γύρισα από την Ινδία και βρισκόμουν πάλι στο Άγιο Όρος. Η άνοιξε δεν είχε μπει για τα καλά, γιʼ αυτό ο π. Παϊσιος μου είπε να περάσω μέσα στο αρχονταρίκι του.
Πιάσαμε κουβέντα, δεν θυμάμαι ακριβώς για ποιο θέμα. Αυτή τη φορά ο χρόνος περνούσε και ο γέροντας δεν έλεγε να με διώξει.
Σε λίγο χτύπησε το κουδουνάκι. Μʼ άφησε ο γέροντας μέσα στο δωμάτιο και πήγε νʼ ανοίξει.
Δεν άργησε να φανεί στη πόρτα ένας επισκέπτης, πενηντάρης περίπου. Με χαιρέτησε και καθίσαμε και οι τρεις μας στο δωμάτιο.
Αφού κεράστηκε ο άνθρωπος το καθιερωμένο λουκουμάκι με νερό, άρχισε μία γενική κουβέντα. Έπειτα από λίγο ο γέροντας μου είπε να περάσω στο διπλανό δωμάτιο όπου είχε την εκκλησία του.
Σηκώθηκα λοιπόν και μπήκα στην εκκλησία. Προσκύνησα τις εικόνες και κάθισα σʼ ένα στασίδι, πότε λέγοντας την ευχή, πότε χαζεύοντας έξω από το μικρό παράθυρο που βρισκόταν απέναντί μου. Ήταν ένα μουντό συννεφιασμένο μεσημέρι.
Συνέβη ξαφνικά. Έτσι απότομα. Λες και γύρισε κάποιος διακόπτης και ξαφνικά έλαμψε δυνατό φως μέσα στο δωμάτιο.
Έτσι απότομα απέκτησα μία καινούργια «αίσθηση». Το σώμα μου ήταν ακίνητο. Τα πράγματα μέσα στην εκκλησία έλαμπαν, άστραφταν. Λες και κάθε αντικείμενο εξέπεμπε από μέσα του φως. Ακόμα και οι τοίχοι κατά κάποιο τρόπο ήταν φωτεινοί.
Μέσα από το παράθυρο είδα ένα διάφανο, λευκό σαν νερό, αστραφτερό «συννεφάκι» χωρίς περίγραμμα, χωρίς μορφή. Φως λευκό, αστραφτερό ξεχύνονταν από μέσα του, ή καλύτερα να πω ότι ήταν ένα άϋλο φως περιορισμένο στο χώρο, ταχύτατα κινούμενο… Ήταν ένα φωτεινό ον!!… Πετούσε γύρω από το κελί.
Η αλλαγή αυτή που μου συνέβη, άρχισε ξαφνικά μόλις το είδα και έσβησε σιγά-σιγά.
Ένιωθα μια βαθιά ηρεμία, μια ακλόνητη ειρήνη, μια πληρότητα, μια σιγουριά, έλλειψη κάθε φόβου. Το είδος, η ποιότητα και η ένταση των συναισθημάτων δεν είχαν τίποτε το ανάλογο με ότι γνώριζα πριν αρχίσουν να μου συμβαίνουν τέτοια πράγματα.
Έμεινα καθισμένος ήσυχα στο στασίδι μου. Έπειτα από λίγο μπήκε ο γέροντας. Γύρισα πολύ ήρεμος και του είπα :
-Γέροντα, είδα έναν άγγελο…
Με κοίταξε καλά-καλά στο πρόσωπο, μέσα στα μάτια, σαν να διάβαζε κάποια σημάδια.
-Α! Α!… καλά… πάμε μέσα, είπε ήρεμα.
Με πήρε μετά και μπήκαμε στο άλλο δωμάτιο όπου περίμενε ο επισκέπτης. Είχαν τελειώσει τη κουβέντα. Κόντευαν πια δύο ώρες που ήμουν στο κελί και περίμενα να μας ξεπροβοδίσει σιγά-σιγά. Ο γέροντας όμως, δεν έδειχνε τέτοια διάθεση. Μας άρχισε τις ιστορίες διανθισμένες με πολλά αστεία.
Ο επισκέπτης ήταν καθισμένος δίπλα στο γέροντα, στον ίδιο πάγκο, εγώ χώρια, απέναντί τους, πάνω σʼ ένα κούτσουρο.
Άρχισε να λέει μία ιστορία για κάποιον :
-Που λέτε, είχε πάει κάποιος εκεί κάτω…, (έψαχνε να βρει τη λέξη). Στο Πακιστάν να πούμε (το είπε ευχαριστημένος που το βρήκε και με κοίταξε!)… Εκεί λέει, έμπλεξε ο άνθρωπος… τον μουτζούρωσαν και στο πρόσωπο με κάτι στάχτες.
Θυμήθηκα τη στάμπα από το καμένο βούτυρο της θυσίας, που μου έκανε ο γιόγκι μαθητής του Babaji στην Ινδία, ανάμεσα στα μάτια μου και δαγκώθηκα.
Καθώς μιλούσε, με κοιτούσε πότε-πότε με σημασία ενώ τον περισσότερο χρόνο απευθυνόταν στον επισκέπτη.
Γρήγορα κατάλαβα ότι μιλούσε για μένα. Για το ταξίδι μου στην Ινδία. Και μιλούσε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην καταλάβει ο άλλος ότι πρόκειται για μένα.
Τώρα πια ένιωθα περίεργα. Μία ταραχή, μια αναστάτωση. Κάτι αντιδρούσε μέσα μου.
-Εκεί κάτω λοιπόν τον πείραξε ο διάβολος. Όμως και αυτός έλεγε την ευχή και δεν άφηνε τον διάβολο σε ησυχία.
Γύρισε, με κοίταξε, εγώ κατάλαβα και άρχισα να λέω με το νου μου την ευχή. «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με». Δεν πρόσεχα πια τόσο τη διήγηση, την προσοχή μου την τραβούσε η ευχή.
Εκεί που μιλούσε και σαν να έλεγε μία φράση της ιστορίας, γύρισε σε εμένα και είπε :
-Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.
Και αμέσως κατόπιν συνέχισε την ιστορία του, ενώ κρατούσε τον άλλο από τον καρπό του χεριού του. Ύστερα από λίγο με ξανακοίταξε, λέγοντας πάντοτε σαν μέρος της ιστορίας τη φράση :
-Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.
Το πρόσωπο του έλαμπε με μία μυστική κρυφή λάμψη και ωστόσο γινόταν αντιληπτή από μένα. Ήταν σοβαρός και τα μάτια του είχαν πάρει μία έκφραση που φανέρωνε την κρυφή δόξα της ψυχής του. Συνέχισα να λέω με ένταση την ευχή. Εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσα να ξεκαθαρίσω τη σημασία αυτού που γινόταν.
Γύρισε για τρίτη φορά και είπε :
-Πνεύμα ακάθαρτο, βγες από το πλάσμα τούτο.
Ένιωσα κάτι να βγαίνει από μέσα μου, κάτι άυλο να ξεχωρίζει και να ξεκολλάει από μένα. Ένιωθα να ελευθερώνονται το μυαλό και η ψυχή μου από την έντονη επίδραση κάποιου άλλου πνεύματος. Ένιωσα ξαλαφρωμένος, σαν ένα μεγάλο βάρος που δεν το καταλάβαινα προηγουμένως να φεύγει από πάνω μου. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πόσο πιεσμένος ήμουν. Αυτό το πράγμα που βγήκε από μέσα μου, το ένιωσα να στέκεται πίσω αριστερά μου, μια παρουσία που η δύναμή του σε πλάκωνε. Βάραινε τη ψυχή και από μακριά.
Σηκώθηκα να απομακρυνθώ απʼ αυτή την παρουσία και γύρεψα καταφύγιο ανακουφισμένος και ήσυχος στα γόνατα του γέροντα. Πήγα και κάθισα κάτω στο πάτωμα δίπλα στα πόδια του.
Εκείνη τη στιγμή σχεδόν ταυτόχρονα με τα λόγια του γέροντα και τη δικιά μου ελευθέρωση, ο επισκέπτης τινάχτηκε όρθιος απότομα με μία έκπληξη και ένα θαυμασμό που τον είχαν φέρει εκτός εαυτού.
-Παναγία μου, Παναγία μου, τι ευωδία είναι αυτή; Γέροντα, γέροντα, φώναζε σαν να ευχαριστούσε, είναι η Παναγία δίπλα!
Μία μεγάλη χαρά τον είχε καταλάβει και τον έκανε να ξεχάσει την ιστορία, τη συμπεριφορά του, τα πάντα. Φώναζε, φώναζε από τη χαρά του και μας παρακαλούσε να πάμε δίπλα στην εκκλησία. Εγώ έπαψα να αισθάνομαι μέσα στο δωμάτιο τη φοβερή παρουσία αυτού του πράγματος που πριν από τα λόγια του γέροντα το είχα φορτωθεί και το κουβαλούσα μέσα στη ψυχή μου. Ήταν η λάμψη της δόξας της Παναγίας που το είχε διώξει από την ψυχή μου και από το δωμάτιο «το πνεύμα το ακάθαρτο», όπως το ονόμαζε ο γέροντας; Ήταν το άρωμα της ψυχής της, η πνευματική ευωδία της Παναγίας που αντιλήφθηκε η ψυχή του επισκέπτη και πηδούσε σαν κουταβάκι από τη χαρά; Γιʼ αυτά τα πράγματα κανείς δεν είναι βέβαιος, με εκείνο το είδος της βεβαιότητας που στηρίζεται σʼ όσα βλέπουν τα μάτια μας και ακούνε τα αυτιά μας.
Όμως υπάρχει και μία άλλου είδους βεβαιότητα που γεννιέται μέσα στη ψυχή του ανθρώπου από «θεϊκή πληροφορία». Αυτή η θεϊκή βεβαιότητα είναι πολύ βαθιά και σίγουρη.
Σιγά-σιγά μπήκαμε στην εκκλησία. Ήθελα να ευχαριστήσω το γέροντα και πήγα να του βάλω μία μετάνοια. Με εμπόδισε.
-Εκεί, εκεί βάλε μετάνοια, και μου έδειξε με το χέρι του προς το μέρος του τέμπλου όπου βρισκόταν η εικόνα της Παναγίας. Ο ίδιος σαν μόλις να είχε αναγκαστεί να με προσέξει ήταν στραμμένος προς τα κει και η στάση του έδειχνε κάποια αμηχανία και ένα βαθύ σεβασμό.
Γύρισα το κεφάλι προς την εικόνα όμως δεν είδα τίποτα γιατί από τον τρόπο που κοιτούσε ο γέροντας περίμενα να δω και εγώ κάποιον.
-Έβαλα γέροντα προηγουμένως.
-Βάλε τώρα βρε χαμένο που σου λέω, μου απάντησε τρυφερά, δείχνοντας μου με τις κινήσεις του να βιαστώ. Έβαλα λοιπόν και εγώ τη μετάνοια.
Όταν όμως την έβαλα, ευχαριστήθηκε πολύ. Χάρηκε για λογαριασμό μου. Σαν τον πατέρα που βλέπει το γιο του να γίνεται δεκτός ας πούμε, από το βασιλιά.
4 Σχόλια:
Μαλιστα, δηλαδή κάθε άλλη πρακτική ή θρησκεία άρχετη με τον χριστιανισμό προέρχεται από τον διάβολο. Πολύ βολικό.
egine leme nai..
polu wraia istoria