Στα 1972 ο 23χρονος Δημήτρης Κ. από τη Θεσσαλονίκη, αφού εκπλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, γύρισε στο σπίτι του και άρχισε να σκέφτεται το μέλλον του. Ένα απρόσμενο γεγονός όμως αναστάτωσε τον ίδιο και την οικογένειά του. Μια μέρα βρήκαν τον άντρα της αδερφής του νεκρό κάτω από το τρακτέρ με το οποίο όργωνε. Κάποιος τον είχε δολοφονήσει. Διψώντας για εκδίκηση άρχισαν να ερευνούν για την ανακάλυψη του φονιά. Δεν μπόρεσαν όμως να τον βρουν. Ύστερα από οικογενειακή σύσκεψη αποφάσισαν να καταφύγουν σε ένα μέντιουμ για να τους φανερώσει τον εγκληματία. Ο Δημήτρης σαν πιο νέος και ζωηρός πρόθυμα ανέλαβε την εκτέλεση του σχεδίου. Όταν μπήκε στο δωμάτιο του μέντιουμ, πάγωσε από φόβο. Σκοτάδι. Σε λίγο το μέντιουμ άναψε μερικά κεριά, μουρμουρίζοντας ακατανόητες φράσεις με τις οποίες καλούσε τα πονηρά πνεύματα. Τότε ο Δημήτρης είδε πως οι τοίχοι ήταν βαμμένοι με μαύρο χρώμα και στολισμένοι με σατανικές εικόνες, παράξενα σχέδια, γεωμετρικά σχήματα και σιδερένια όργανα. Πάνω σʼ ένα τραπέζι υπήρχαν μία νεκροκεφαλή, ένα μεγάλο μαύρο βιβλίο, μια γυάλινη σφαίρα, μερικά κλαδιά δάφνης, μια βαλσαμωμένη κουκουβάγια και κάμποσα κόκαλα. Ο Δημήτρης είχε βρεθεί ξαφνικά σε έναν άλλο κόσμο που δεν είχε γνωρίσει ποτέ πριν. Και ξαφνικά άρχισε να χάνει τον εαυτό του και το λογικό του. Αισθανόταν να μπαίνει μέσα του μία ξένη δύναμη, πρωτόγνωρη, η δύναμη του σατανά που τον συντάραξε. Στο μεταξύ το μέντιουμ καλούσε τις σκοτεινές δυνάμεις, τους δαίμονες, να έρθουν σε βοήθειά του. Σε λίγο ακούστηκαν φωνές άγριες, τρομακτικές. Το δωμάτιο σείστηκε από την αόρατη παρουσία των δαιμόνων. Και την ίδια στιγμή ο Δημήτρης κυριεύτηκε από ένα πονηρό πνεύμα! Σαν τρελός πετάχτηκε έξω από το άντρο του σατανολάτρη μέντιουμ. Από την ώρα εκείνη ο διάβολος τον κυβερνούσε. Πήγε στο σπίτι του αγνώριστος. Αλλόκοτος. Αλλοπαρμένος. Δεν ήξερε τι έκανε. Έλεγε ανοησίες. Οι γονείς του κατάλαβα ότι είχαν χάσει το παιδί τους στέλνοντάς το στο μέντιουμ. Αφού γύριζε άσκοπα για πολλές μέρες μέσα στο σπίτι και στους δρόμους, ο διάβολος του έβαλε την πονηρή σκέψη πως δεν αξίζει τίποτα η ζωή, πως είναι άχρηστος και πρέπει να αυτοκτονήσει. Κάποια μέρα με υποβολή του πονηρού, ανέβηκε στον Λευκό Πύργο της Θεσσαλονίκης με σκοπό να πέσει από κει πάνω. Όμως την τελευταία στιγμή άλλαξε γνώμη. Κατέβηκε από το πύργο και έφυγε. Είχε φαίνεται μέσα του κάποιο φόβο Θεού και αυτός ήταν που τον έσωσε. Μα ο διάβολος δεν απογοητεύεται εύκολα. Έσπειρε μέσα του παράφορο σαρκικό έρωτα για την πρώτη του εξαδέλφη. Άρχισε λοιπόν ο νέος να κλαίει και να ικετεύει τους γονείς του να τη ζητήσουν σε γάμο. Ο σατανικός και άνομος εκείνος έρωτας δεν έφερε τρέλα μόνο στο Δημήτρη. Και την οικογένειά του πήγε να τρελάνει. Όσο του έλεγαν πως είναι αδύνατο να γίνει αυτό που ζητούσε, τόσο μάνιαζε. Χτυπιόταν, κλωτσούσε τα έπιπλα, ούρλιαζε, γούρλωνε τα μάτια του και προξενούσε το φόβο σε όλους. Τελικά οι γονείς και τα αδέρφια του απελπισμένοι ήρθαν σε συναίσθηση. Μετανόησαν. Κατέφυγαν με συντριβή στο Θεό, τη Παναγία, τους αγίους. -Ελέησον μας Κύριε! φώναζαν με δάκρια στη προσευχή τους. Σώσε τον Δημήτρη μας! Σε πικράναμε μα πάλι σʼ Εσένα ερχόμαστε. Βοήθησε Παναγία μας το παιδί μας! Κάνε το θαύμα σου! Στη Νέα Μηχανιώνα της Θεσσαλονίκης στον Ιερό ναό της Παναγίας Φανερωμένης, βρίσκεται η θαυματουργή εικόνα της «Μηχανιώτισσας». Τη μετέφεραν εδώ το 1922 από τη Προποντίδα οι πρόσφυγες Έλληνες κάτοικοι της μικρασιατικής παλιάς Μηχανιώνας. Τα θαύματα της εικόνας αυτής είναι ακουστά σε όλη τη Θεσσαλονίκη. Είχαν ακούσει γιʼ αυτά οι γονείς και τα αδέρφια του Δημήτρη. Αλλά και πολλοί φίλοι τους παρακινούσαν να προσφύγουν στη θαυματόβρυτη χάρη της Κυρίας Θεοτόκου. Έτσι μια μέρα ο δαιμονόπληκτος νέος με την αδερφή του Ειρήνη, καθηγήτρια σε γυμνάσιο της Θεσσαλονίκης, έφτασε στο ναό της Φανερωμένης στη Μηχανιώνα. Μόλις πάτησε το πρώτο σκαλί της εκκλησίας, ο διάβολος καταλαβαίνοντας ότι θα έχανε το θύμα του, του έκανε την τελευταία απελπισμένη επίθεση. Ο Δημήτρης ένιωσε ξαφνικά να παίρνει φωτιά. Καίγονταν ολόκληρος σαν να τον είχαν ρίξει σε καμίνι. Νόμιζε πως είχε λαμπαδιάσει, πως θα έλιωνε, πως θα χανόταν. Ωστόσο δεν λιποψύχισε. Προχώρησε με πίστη και με τη βοήθεια της αδερφής του. Σε λίγο μπροστά στην εικόνα της Παναγίας, ο ιερέας του διάβασε τους εξορκισμούς. Τότε ο νέος αισθάνθηκε να ελευθερώνεται από την κυριαρχία του πονηρού πνεύματος. Δροσίστηκε, ηρέμησε, γαλήνεψε. Έφυγε άλλος άνθρωπος. Ξαναήρθε και άλλες φορές. Με τη χάρη της Μητέρας του Κυρίου έγινε τελείως καλά. Η Παναγία η Μηχανιώτισσα είχε κάνει και πάλι το θαύμα της.