Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ο μακαριστός γέροντας Δανιήλ Κατουνακιώτης (1846-1929) κατόρθωσε να μεταστρέψει στη χριστιανική πίστη τον πνευματιστή Κωστή Μαρμαρά. Ο Κωστής που καταγόταν από το Αϊδίνι της Μικρασίας και ζούσε στην Αρναία της Χαλκιδικής ήταν ανήσυχο πνεύμα. Του άρεσε να ασχολείται με πολλά. Ήταν φαρμακοποιός, πρακτικός γιατρός και φωτογράφος. Κάποτε γνωρίστηκε με πνευματιστές και ενδιαφέρθηκε για τη τέχνη τους. Σιγά-σιγά το ενδιαφέρον του αυξήθηκε. Και τελικά αφοσιώθηκε ολόψυχα στον πνευματισμό χωρίς να υποψιάζεται ότι πίσω του κρύβονταν οι πονηροί δαίμονες. Ξεκίνησε από μια απλή περιέργεια. Άκουσε για τα τραπέζια, που στις πνευματικές συνεδριάσεις έκαναν αυτόματες κινήσεις, και θέλησε να εξετάσει αν το φαινόμενο οφείλεται σε ηλεκτρισμό ή σε παρέμβαση πνευμάτων. Διαπίστωσε πως ο ηλεκτρισμός δεν μπορούσε να εξηγήσει τις κινήσεις των τραπεζιών. Η αιτία λοιπόν ήταν τα πνεύματα. Αλλά τι είδους πνεύματα ήταν αυτά, αγαθά ή πονηρά; Σχημάτισε την ιδέα πως ήταν άγια πνεύματα και έτσι παραδόθηκε ανεπιφύλακτα στην αγκαλιά του πνευματισμού για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Η ενασχόλησή του στεφανώθηκε με επιτυχίες. Προχώρησε στην αυτόματη γραφή και έφτασε ως τη νοομαντεία. Μπορούσε να επικοινωνεί με τα πνεύματα των νεκρών. Ιδιαίτερα τον ευχαριστούσε να συνομιλεί με επιφανείς γιατρούς του παρελθόντος και μάλιστα με τον… Ιπποκράτη που του έδινε ιατρικές συνταγές και του προέλεγε την τύχη ορισμένων ασθενειών. Επικοινωνούσε ακόμα με… «αγίους» και «αγγέλους». Τους έκανε ερωτήσεις και δεχόταν απαντήσεις, αποκαλύψεις, ουράνια μηνύματα. Την πρώτη αφορμή για να συνέλθει από τη πλάνη του, του την έδωσε το βιβλιαράκι του γερο-Δανιήλ «Κατά πνευματιστών».Όταν το διάβασε ταράχτηκε. Ο συγγραφέας με δυνατά επιχειρήματα παρουσίαζε τα πνευματικά φαινόμενα σαν έργα δαιμόνων. Άρχισε αμέσως αλληλογραφία μαζί του και σύντομα κατάλαβε πως είχε πέσει στο ζοφερό χώρο των πονηρών πνευμάτων. Δεν μπορούσε ωστόσο να απαλλαγεί εύκολα από τις δαιμονικές επήρειες, γιατί ο διάβολος είχε αποκτήσει δικαιώματα πάνω του. Κάθε βράδυ διάβαζε μια εξορκιστική ευχή του Μεγάλου Βασιλείου. Μόλις όμως έσβηνε το φως κι έπεφτε να κοιμηθεί, έρχονταν οι δαίμονες και τον γρονθοκοπούσαν. Κάποτε κάλεσαν έναν ιερέα να του διαβάσει την Παράκληση και την ευχή του Μεγάλου Βασιλείου. Ο διάβολος τότε όρμησε στο παπά και του τραβούσε δυνατά το ράσο από πίσω. Και μία άλλη φορά, όσο διάβαζε ο παπάς τους εξορκισμούς, ο πονηρός γάβγιζε σαν σκύλος! Τελικά ο Κωστής κατόρθωσε να απαλλαγεί από τις σατανικές ενοχλήσεις. Ο εχθρός όμως δεν εννοούσε να τον αφήσει εντελώς ήσυχο. Τον πείραζε με πιο δυσδιάκριτο τρόπο. Συχνά ένιωθε πως υπήρχε στον εγκέφαλό του ολοζώντανη η μορφή του αποστόλου Παύλου. Άλλες φορές πάλι «έβλεπε» μέσα στο μυαλό του το Ευαγγέλιο. Και συχνά «άκουγε» μέσα του ορισμένες φράσεις, τις οποίες χρησιμοποιούσε αργότερα σε συζητήσεις. Τα φαινόμενα αυτά τα θεωρούσε ως προϊόντα της θείας χάριτος. Ο γερο-Δανιήλ δυσκολεύτηκε πολύ να τον πείσει ότι ανήκουν στην πλάνη και ότι δεν πρέπει να τα αποδέχεται. Ένα μεσημέρι ο Κωστής περνούσε έξω από το ναό των Αγίων Αναργύρων Αρναίας. Από το παράθυρο του ιερού είδε στην αγία πρόθεση ένα πολύ ζωηρό φως. Πλησίασε και αντίκρισε κάποιον άνθρωπο που στεκόταν εκεί παρατηρώντας το καντήλι. Στη συνέχεια είδε τον άγνωστο να βγαίνει προς τον κυρίως ναό. Τον πέρασε για κλέφτη και άρχισε να φωνάζει : -Ποιος είναι; Ποιος είναι; Καμία απάντηση Μπήκε στην εκκλησία μαζί με τέσσερις περαστικούς αλλά δεν βρέθηκε κανένας μέσα. Κάτι τέτοια εντυπωσιακά περιστατικά τα έγραψε στο γερο-Δανιήλ. Και εκείνος του εξηγούσε πως ήταν κατάλοιπα της παλιάς του συνεργασίας με τα πονηρά πνεύματα, γιʼ αυτό δεν έπρεπε να τους δίνει σημασία. Τώρα ο Κωστής ζούσε μια συνειδητή χριστιανική ζωή με έντονο αγώνα. Ωστόσο, αν δεν τον βοηθούσε ο σοφός και διακριτικός Κατουνακιώτης ασκητής κινδύνευε να γίνει πάλι έρμαιο της πλάνης γιατί ο εχθρός συνέχιζε να τον ενοχλεί με ψευτοοράματα και ψευτοαποκαλύψεις.