Στην Αγιορείτικη Σκήτη της Αγίας Άννης, στα τέλη του 19ου αιώνα ασκήτευαν πέντε πατέρες σε μία από τις παραλιακές καλύβες. Κάποτε ο διάβολος φθόνησε την προκοπή του νεότερου, του μοναχού Σάββα και του έβαλε λογισμούς νʼ ανέβει στη κορυφή του Άθωνα. Νόμισε – έτσι του το παρουσίασε ο πονηρός – πως εκεί πάνω μένει κάποιος άγιος γέροντας «ο γερο-Άθωνας(!)», τον οποίο έπρεπε οπωσδήποτε να προσκυνήσει. Είπε λοιπόν το λογισμό του στο γέροντα του και τον παρακάλεσε να του δώσει ευλογία για το προσκύνημα. Ο γέροντας διακρίνοντας τη πλάνη του υποτακτικού του αρνήθηκε. Ο μοναχός όμως δεν μπορούσε να ησυχάσει. Και τελικά νικήθηκε από το λογισμό του. Μια μέρα λοιπόν αποφάσισε να φύγει κρυφά από τη συνοδεία και να πραγματοποιήσει την επιθυμία του. Έτσι και έκανε. Πήγε στη Κερασιά και κοινοβίασε για κάμποσο καιρό στο Κελί των Αγίων Πάντων. Κάποιο πρωινό έφυγε και από κει πάλι κρυφά και κίνησε για τη κορυφή. Όταν έφτασε στη θέση Χαϊρι, παρουσιάστηκε ξαφνικά μπροστά τους ένας ασπρογένης και σεβάσμιος γέροντας. -Που πας παιδάκι μου; τον ρώτησε. Φαίνεσαι κατάκοπος και στεναχωρημένος. Τι έχεις; Ο π. Σάββας σάστισε και δεν ήξερε τι να απαντήσει. -Θέλω να προσκυνήσω τον γερο-Άθωνα, κατάφερε μόνο να πει. -Εγώ είμαι, απάντησε ο άλλος. Εσύ που μένεις; -Είμαι από την Αγία Άννα. Έφυγα όμως από την υπακοή μου και πήγα στη Κερασιά. -Και πως δεν σε ξέρω; Εγώ είμαι πνευματικός. Όλοι οι υποτακτικοί που ξεθαρρεύουν και κάνουν το θέλημά τους, έρχονται και μου βάζουν μετάνοια. Εσένα μέχρι τώρα φαίνεται σε σκέπαζε φαίνεται η υπακοή που είχες κάνει στο γέροντά σου. Αλλά δεν πειράζει. Τώρα δεν χρειάζεται να κουραστείς άλλο. Είδα την προαίρεσή σου και ήρθα μόνος μου. Έλα να με προσκυνήσεις. Μην κάνεις τον κόπο νʼ ανέβεις στη κορυφή. Βάλε μου μετάνοια. Μετά γύρισε στο κελί και στο θέλημά σου και θα φροντίσω για σένα. Ο μοναχός, σκοτισμένος, έσκυψε και έβαλε μετάνοια. Καθώς όμως φιλούσε το χέρι του γέροντα, είδε ότι τα νύχια του έφταναν ως τον αγκώνα και ότι το χέρι σαν να είχε κάτι μεγάλα λέπια. Τότε κατάλαβε πως είχε προσκυνήσει τον ίδιο το διάβολο. Ήταν όμως αργά. Το κακό είχε γίνει. -Τώρα πια, του είπε ο σατανάς, είσαι δικός μου. Μια μέρα θα έρθω να σε πάρω. Αμέσως έγινε άφαντος. Ο δύστυχος Σάββας μόλις φίλησε το σατανικό χέρι έπεσε κάτω λιπόθυμος. Ύστερα από πολλές ώρες τον βρήκαν περαστικοί μοναχοί σε κακά χάλια και τον οδήγησαν στη καλύβη του, στην Αγία Άννα. Έκανε τρεις μέρες να συνέλθει. Ζήτησε πολλές φορές συγχώρεση από το γέροντα και τους παραδελφούς του και εκείνοι με τη σειρά τους άρχισαν να παρακαλούν μερόνυχτα το Θεό για τη σωτηρία του. Από τότε πάντως ο ταλαίπωρος παρουσίαζε φρενικές διαταραχές. Συχνά κλεινόταν στον εαυτό του και έκλαιγε απαρηγόρητα. Πέρασαν πολλά χρόνια, αλλά ο π. Σάββας δεν μπορούσε να ησυχάσει. Και μια μέρα έγινε κάτι απροσδόκητα τρομερό. Βρισκόταν σε μία ψαρόβαρκα μαζί με άλλους δύο μοναχούς. Ξαφνικά φύσηξε ένας ανεμοστρόβιλος που σήκωσε και πήρε τον π. Σάββα μπροστά στα μάτια των άλλων πατέρων. Δεν ξαναφάνηκε πια. Τον είχε αρπάξει ο σατανάς ολόσωμο. Και αυτό έγινε την ίδια ακριβώς ώρα που είχε βάλει μετάνοια στο διάβολο πάνω στο Χαϊρι.