Κάποιος μοναχός Καυσοκαλυβίτης ήταν πολύ θεληματάρης. Για ότι του έλεγε ο λογισμός, πίεζε τον γέροντά του να του δώσει ευλογία. Μια μέρα, ενώ εργαζόταν μαζί, λέει ο υποτακτικός στο γέροντα : - Δώσʼ μου ευλογία να πάω να κοιμηθώ για δέκα λεπτά - Κάνε υπομονή παιδί μου, γιατί τώρα σε χρειάζομαι. Πρέπει να μου κρατάς εδώ αυτό που φτιάχνουμε. Σε μισή ώρα τελειώνουμε. Ύστερα πήγαινε και κοιμήσου. Ο υποτακτικός όμως επέμενε. Ο γέροντας προσπάθησε να τον συνετίσει : -Ευλογημένε, του είπε ο γέροντας, για δέκα λεπτά που θέλεις να κοιμηθείς, τι ύπνο θα κάνεις; - Δωσʼ μου ευλογία και εγώ θα κοιμηθώ Τέλος ο γέροντας υποχώρησε και τον άφησε. Μα μόλις έπεσε στο κρεβάτι, βλέπει το σατανά να ορμάει με λύσσα καταπάνω του, να τον αρπάζει και να τον στύβει σαν λεμονόκουπα. Αγωνιζόταν να ξεφύγει, μα δε μπορούσε. Πάνω στην αγωνία του φώναξε : -Κύριε Ιησού Χριστέ, για το χατίρι του γέροντά μου, ελέησε με! Η ευχή αυτή ειπώθηκε με συντριβή. Ο υποτακτικός συναισθάνθηκε ότι δεν ήταν άξιος να ζητήσει ο ίδιος βοήθεια, γιʼ αυτό ζήτησε έλεος για το χατίρι του γέροντά του. Αυτό ακριβώς έκαψε το σατανά, που θυμωμένος πέταξε το μοναχό από το παράθυρο πενήντα μέτρα μακριά. Ο Θεός, όμως τον φύλαξε και δεν έπαθε τίποτε. Αμέσως το καλογέρι έτρεξε κατατρομαγμένο στο γέροντά του και διηγήθηκε το φοβερό όραμα. Ο γέροντας απόρησε, πως μέσα σε δέκα λεπτά έγιναν όλα αυτά. Μετά το μάθημα που πήρε με θεία παραχώρηση ο θεληματάρης μοναχός, έγινε ο πιο υπάκουος υποτακτικός της σκήτης και πρόκοψε πνευματικά.