Βορειοδυτικά από την αγιορείτικη Σκήτη της Αγίας Άννης, ασκήτευε σε μία σπηλιά ο γέροντας Ιωακείμ (+1888). Πριν γίνει μοναχός, ήταν ληστής στη Κρήτη. Παραδόθηκε όμως εκούσια στον πασά και εκείνος τον προσέλαβε στην υπηρεσία του. Αργότερα ακολούθησε τον πασά στη Θεσσαλονίκη και τέλος στο Άγιο Όρος. Εκεί ο Εμμανουήλ – αυτό ήταν το κοσμικό του όνομα – υπηρέτησε αρχικά ως σερδάρης. Τόσο αγάπησε το Όρος και τη μοναχική πολιτεία ώστε ύστερα από μερικά χρόνια έγινε μοναχός Κάποτε ο Θεός παραχώρησε να δοκιμάσει μεγάλο πειρασμό, παρόμοιο με του οσίου Αντωνίου. Ήταν παραμονή κάποιας εορτής και είχε ξεκινήσει από την υγρή και κρύα σπηλιά του για να πάει στο Κυριακό της σκήτης, όπου θα γινόταν ολονύκτια αγρυπνία. Ξαφνικά παρουσιάστηκε μπροστά του πλήθος δαιμόνων! Τον άρπαξαν και τον έριξαν σε έναν απότομο γκρεμό, που κατέληγε στη θάλασσα. Ο γέροντας κατρακυλώντας σταμάτησε σε ένα επίπεδο μέρος. Οι δαίμονες όμως τον άρπαξαν πάλι και τον έριξαν στη χαράδρα. Έπεσε στους κοφτερούς βράχους, κύλησε πάνω στους άγριους θάμνους και σταμάτησε τελικά δίπλα στη θάλασσα. Ανησύχησαν οι πατέρες της σκήτης, όταν δεν τον είδαν στην εκκλησία, γιατί ήξεραν ότι έρχονταν πάντα πρώτος. Βγήκαν λοιπόν και τον αναζήτησαν. Στη σπηλιά του δεν ήταν. Τελικά άκουσαν τη φωνή του και τον βρήκαν στη παραλία. Με τη χάρη του Θεού όμως δεν είχε πάθει τίποτα.