Έχοντας ζήσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου σε νησί, είχα τη τύχη να μπορώ να παίζω στην εξοχή ακόμα και μετά το ηλιοβασίλεμα και να κάνω πράγματα που ένα παιδί της πόλης ούτε θα μπορούσε να τα ονειρευτεί. Είναι αυτή η αίσθηση ασφάλειας που ένας μικρός τόπος προσφέρει που κάνει ακόμα και τους πιο προστατευτικούς γονείς να ανησυχούν λιγότερο και φυσικά πιο ανεκτικούς στις ανάγκες των παιδιών για περιπέτεια. Λόγω των παραπάνω ξόδευα όλα την ανήσυχη παιδική μου ηλικία ψάχνοντας για θαμμένους θησαυρούς στα δάση και γύριζα στις ατέλειωτες παραλίες του Ελληνικού μου νησιού ψάχνοντας για πειρατικά πλοία (όχι πως βρήκα κανένα) Από όλες τις παράξενες εμπειρίες μου υπάρχει μόνο μία που θυμάμαι μέχρι σήμερα, ίσως λόγω του μπλε παλτού που κρέμεται στη ντουλάπα μου, στο πίσω μέρος της. Λοιπόν, ένας καλός αφηγητής θα πρέπει να ξεκινήσει από την αρχή… Ήταν μία από εκείνες τις μέρες όπου ένα παιδί ξυπνάει και αισθάνεται πολύ ενεργητικό, σχεδόν απειθάρχητο. Πήδηξα από το κρεβάτι μου, μετά βίας είχα την υπομονή να πάρω πρωινό και έτρεξα προς το ποδήλατό μου ενώ ή κακομοίρα μητέρα μου προσπαθούσε να μου θυμίσει να είμαι στην ώρα μου την ώρα του φαγητού. Δέκα λεπτά αργότερα και καθώς είχε μαζευτεί όλη η παρέα, πηγαίναμε με τα ποδήλατα κατά μήκος της νότιας ακτής του λιμανιού χωρίς κανένα σχέδιο στο νου. Ξοδέψαμε όλο το πρωί και το απόγευμα τρέχοντας με τα ποδήλατα και πειράζοντας ο ένας τον άλλο και τελικά αφού ξεθεωθήκαμε «κατασκηνώσαμε» έξω από το παλιό νεκροταφείο λέγοντας ιστορίες με φαντάσματα από το παρελθόν. Το φαγητό και τον μεσημεριανό ύπνο τον είχαμε ξεχάσει! Πρέπει να ήταν κοντά στο ηλιοβασίλεμα όταν η Σοφία (μία από τις μεγαλύτερες στην ομάδα) άρχισε να λέει μια ιστορία η οποία υποτίθεται πως έγινε στο νεκροταφείο που βρισκόμασταν. Καθώς η διήγηση προχωρούσε τόσο πιο ανήσυχα αισθανόμασταν όλοι και κάθε λίγο γυρνούσαμε να ελέγξουμε την σιδερένια πόρτα η οποία στεκόταν σαν σύνορο ανάμεσα σε εμάς και στους νεκρούς! Εγώ, προσωπικά είχα ένα δυνατό συναίσθημα ότι με παρακολουθούσαν αλλά δίσταζα να κοιτάξω από φόβο να μην καταστραφεί η φήμη μου σαν ατρόμητη. Τελικά, η ιστορία τελείωνε με τη νεκρή νύφη να παίρνει τη ζωή του ύπουλου ιπποκόμου και οι ατρόμητοι φίλοι μου είχαν μαζευτεί σε μία γωνία τελείως τρομοκρατημένοι! Έβλεπα τη Σοφία να αισθάνεται περήφανη για τον φόβο που είχε προκαλέσει και μέχρι σήμερα αναρωτιέμαι τι μου ήρθε να πω τόσο σαρκαστικά : «Καλά, και μετά; Πήδηξε πίσω στο τάφο με ένα αιώνιο χαμόγελο στο πρόσωπό της το οποίο διαρκεί μέχρι και σήμερα;» Αυτό φυσικά ξεσήκωσε ολόκληρη επανάσταση στη παρέα και όπως θα έπρεπε να είχα μαντέψει η Σοφία με προκάλεσε να πάω να ελέγξω αν τολμούσα… Γιατί, πείτε μου γιατί, κάποιος λέει το λάθος πράγμα στη λάθος στιγμή; Και σαν να μην ήταν αυτό αρκετό υπήρξε και μία ακόμα πρόταση : «και καθώς θα πας εκεί φέρε μας και κάποια απόδειξη για να δούμε πως πράγματι πήγες και πως δεν ήσουν κρυμμένη πίσω από τους θάμνους…» Μάλιστα! Τώρα ήξερα πως ήμουν σε μπελάδες αλλά αρνιόμουνα να αφήσω τη Σοφία να με ταπεινώσει και παρόλο το φόβο μου πήδηξα πάνω από τη παλιά πύλη αγνοώντας τα ρίγη που ένιωθα. «Και μην αργήσεις πολύ γιατί δεν θα σε περιμένουμε!» Ακόμα ακούω τους φίλους μου να φωνάζουν, η Σοφία γελούσε και μία φωνή στο κεφάλι μου έλεγε «μη, μη» αλλά εγώ περπατούσα μέχρι που δεν με έβλεπαν και μπήκα βαθιά στο νεκροταφείο. Σε αυτό το σημείο παρόλη την ανοησία της ηλικίας μου, αισθάνθηκα δυσάρεστα γνωρίζοντας ότι εγώ κάνω μία καταπάτηση. Στη κοινωνία μας, μας έχουν μάθει να σεβόμαστε τους νεκρούς και αυτό που πήγαινα να κάνω ήταν ασεβές και επιπλέον θα προτιμούσα να πεθάνω από το να με αποκαλέσει η Σοφία δειλή. Θυμάμαι να περπατάω ανάμεσα σε μισάνοιχτους ή σπασμένους τάφους και να έχω γεμίσει από το αίσθημα της εγκατάλειψης όταν ξαφνικά εντόπισα ένα ανοιχτό τάφο, η ταφόπλακα ήταν κομμάτια τα οποία βρίσκονταν σε σωρό στην άκρη του λάκκου. Σταμάτησα, ψιθύρισα μια προσευχή και προσπάθησαν να βρω το κουράγιο μου. Πρέπει να έμεινα εκεί αρκετά γιατί ξαφνικά αντιλήφθηκα ότι άρχισε να σκοτεινιάζει έτσι τελικά άπλωσα το χέρι μου στο εσωτερικό μέχρι που άγγιξα κάτι στερεό και το τράβηξα έξω. Ήταν μέρος ανθρώπινης λεκάνης, φθαρμένης λόγω της έκθεσής της στον ήλιο και στη βροχή. Έχοντας σκοτεινιάσει και έχοντας εκτελέσει την αποστολή μου γύρισα πίσω και προς έκπληξή μου όλοι είχαν φύγει εκτός από τη Σοφία και τη Νίκη. Και ήταν φανερό πως δεν ήταν ευχαριστημένες με την επιτυχία μου. Εξέτασαν το οστό και μου είπαν πως έπρεπε να φύγουν, έτσι καβάλησαν τα ποδήλατά τους και με άφησαν μπερδεμένη. Ήμουν έτοιμη να πετάξω το οστό στο έδαφος και να τρέξω πίσω τους αλλά έχοντας αντιληφθεί πόσο ασεβής ήμουν εκείνη τη μέρα, πήδηξα πάλι μέσα στο νεκροταφείο ευχόμενη να επανορθώσω. Μου πήρε πολύ ώρα να βρω τον ανοιχτό τάφο και όταν τον βρήκα έβαλα το οστό πίσω, αυτή τη φορά κλαίγοντας και ενώ πήγαινα στο σπίτι είχα μία αίσθηση πίκρας στα χείλη μου. «Δεν έπρεπε να το κάνω αυτό. Δεν έπρεπε να μιλήσω», σκεφτόμουν. Λίγο αργότερα έφτασα στο σπίτι και άφησα το ποδήλατο να πέσει στο έδαφος (δεν με ένοιαζε εκείνη την ώρα) άνοιξα την μπροστινή πόρτα και έπεσα πάνω στην οργή της μάνας μου! Δεν πρόλαβα ούτε το δείπνο όπως θα καταλάβατε. Το μόνο πράγμα που θυμάμαι καθαρά σχετικά με το υπόλοιπο της βραδιάς είναι τη μαμά μου να φωνάζει πως είχα καταστρέψει το παλτό μου, το οποίο είχε γεμίσει λάσπες από την περιπέτειά μου. Δεν μπόρεσα να κοιμηθώ εκείνη τη νύχτα στριφογυρίζοντας συνεχώς αλλά κάποια στιγμή τις πρωινές ώρες κατάφερα να κλείσω τα μάτια μου και να ξεχάσω τις ανησυχίες μου. «Μπήκα ποτέ στο σπίτι σου και διατάραξα τον ύπνο σου; Έβαλα ποτέ σε άλλο σημείο τα ρούχα σου;». Τη θυμωμένη φωνή ακόμα την ακούω στα αυτιά μου καθώς ξύπνησα από εκείνο τον φοβερό ύπνο, μούσκεμα στον ιδρώτα. Και τότε η πόρτα άνοιξε και η μητέρα μου μπήκε βιαστικά μέσα και με κράτησε λέγοντας μου πως ήταν απλά ένα όνειρο. Ξανακοιμήθηκα. Πρέπει να ήταν γύρω στις δέκα το πρωί όταν η μητέρα μου μπήκε στο δωμάτιο να με ρωτήσει τι έγινε με το παλτό μου. Σκεφτόμενη ότι αναφερόταν στη προηγούμενη μέρα ήμουν διστακτική να της εξηγήσω. Τότε κατάλαβα πως αναφερόταν στο σημερινό πρωινό. «Καθάρισα τη λάσπη χθες το βράδυ και σήμερα το πρωί… ήταν, δεν ξέρω, ξανά λερωμένο. Το ξαναφόρεσες από χθες;» «Όχι, αλλά έκανα κάτι ηλίθιο», άρχισα να λέω κλαίγοντας και συνέχισα λέγοντας την μικρή μου περιπέτεια και το άσχημο όνειρο που είχα. Δυσαρεστήθηκε με την αποκάλυψή μου αλλά προσπάθησε να ακούγεται σταθερή ενώ μου έθετε κάποιους κανόνες συμπεριφοράς και τελικά με διαβεβαίωσε πως δεν υπήρχε κάτι για να ανησυχώ για όσο δεν ξαναέκανα κάτι παρόμοιο. Εκείνη τη μέρα έμεινα σπίτι σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση. Το επόμενο πρωί έχοντας μόλις ξυπνήσει η μητέρα μου εισέβαλε στο δωμάτιό μου συνοδευόμενη από τον παππού μου. «Άγγιξες καθόλου το παλτό; Θέλουμε την αλήθεια» Ξανά, αρνήθηκα ότι έκανα κάτι τέτοιο και τότε ο παππούς μου, μου ζήτησε να σηκωθώ και να τον πάω στο παλιό νεκροταφείο. Τρόμαξα πάρα πολύ. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τη κατάστασή μου αλλά και οι δυο τους αρνήθηκαν το όχι σαν απάντησή μου. Σηκώθηκα, ντύθηκα και του έδειξα το δρόμο. Στο δρόμο, ο παππούς μου επέμεινε να βεβαιωθεί πως η φωνή στο όνειρό μου δεν είχε πει το όνομά του. Το μόνο που έμεινε να σας πω είναι πως μπήκαμε στο εσωτερικό αυτού του μοναχικού μέρους προσπαθώντας να βρούμε τον λάκκο από όπου πήρα το οστό και στη συνέχεια το μέρος όπου το είχα βάλει, γιατί το είχα βάλει σε λάθος τάφο. Μάταια! Η όλη μας προσπάθεια έγινε τη νύχτα και τελικά ο παππούς μου αποφάσισε πως ο μόνος τρόπος για να ησυχάσει ο νεκρός ήταν να έρθει ένας παπάς και να διαβάσει μια προσευχή με εμένα παρών φυσικά. Όσο για το παλτό παρʼ όλες τις προτροπές της μητέρας μου να το πετάξω, μπορείτε να το βρείτε μέχρι και σήμερα (είκοσι δύο χρόνια μετά) να κρέμεται στην πιο μακρινή γωνιά της ντουλάπας μου. Κάτω από το παλτό είναι πλέον κενός χώρος από τότε. Ευχαριστώ για την υπομονή σας. Tammy