... τα όντα αυτά άρχισαν να εμφανίζονται από τότε που κτίσθηκε το κάστρο του Πασσαβά στο Γύθειο. Εμφανίζονταν μόνο το βράδυ και ήταν πολύ αποκρουστικά, έμοιαζαν κάτι μεταξύ καλικατζάρων και ξωτικών, το ύψος τους δεν ξεπερνούσε τα 60 με 75 εκατοστά. Οι ντόπιοι τα ονόμασαν έτσι (Μαρματζούλια) γιατί τα είχαν δει πολλές φορές να βγαίνουν από τεράστιους ογκόλιθους, όπως βγαίνει το ρετσίνι από τον κορμό των πεύκων, μετά πέρνανε στερεά μορφή και τρέχανε σαν παλαβά εδώ και εκεί! Φοβούνται το νερό και τη φωτιά και κατηγορούνται από τους ντόπιους για τη νόσο της χολέρας. Η γιαγιά μου είπε ότι το 1879 ο Βρεττάκος Αναστάσιος, στρατιωτικός τότε, έπιασε ένα ζωντανό μετά από πολύ πάλη, το έβαλε σ’ ένα κλουβί και περίμενε να ξημερώσει να φωνάξει τον παπά να το ξορκίσει, έπεσε να κοιμηθεί και μετά από λίγο στην αποθήκη ακούστηκαν στριγκλιές, έτρεξε γρήγορα να δει τι γινόταν. Είχαν μπει στην αποθήκη και άλλα τέτοια όντα και τρέχανε πέρα δώθε σαν παλαβά, ώσπου μπροστά στα μάτια του έλιωσε, όπως είπε, βγαίνοντας από το κλουβί και μετά ξαναπήρε τη στερεά μορφή του. Κοίταξε το Βρεττάκο στα μάτια, έβγαλε μια στριγκλιά και εξαφανίστηκαν όλα μέσα στη νύχτα μέσα από το τοίχο της αποθήκης. Μετά από μια εβδομάδα, πέθανε από μια αρρώστια που κανείς γιατρός δεν είχε δει μέχρι τότε. Και στην κατοχή υπάρχουν αναφορές ότι κυκλοφορούσαν πάλι τα όντα αυτά. Η τελευταία αναφορά πότε εθεάθησαν ήταν πριν 5 χρόνια (σημ. ARAGORN : Από την ημερομηνία που γράφτηκε η αναφορά στο περιοδικό) από τουρίστες, οι οποίοι το κατάγγειλαν στην αστυνομία αλλά όπως πάντα τέτοιες αναφορές δεν γίνονται ποτέ πιστευτές από τις αρχές και το θέμα έμεινε στο βιβλίο συμβάντων. Όπως είπα, έχουν ύψος 60 με 75 εκατοστά, έχουν μεγάλα τεράστια μαύρα μάτια, μυτερά καμπυλωτά αυτιά, από το κεφάλι τη πλάτη και τις φτέρνες έχουν κοντό πυκνό μαλλί, μπροστά είναι γυμνά, τέσσερα δάχτυλα, η μύτη πλατιά και το χρώμα τους ροδακινί με απόχρωση μωβ