Ο καταξιωμένος Ινδός γλωσσολόγος και ερευνητής J.K. Chatterji γράφει στο βιβλίο του «History and Culture of the Indian People, Race, movements and pre-historic Culture» : ότι η κοιτίδα των Δραβιδών, (φυλές των οποίων η γλωσσική οικογένεια από 23 γλώσσες. αντιστοιχεί στην Ινδία και το Πακιστάν σε 200 και πλέον εκατομύρια ανθρώπους ), είναι τα νησιά του Αιγαίου, και πιθανότερα η Κρήτη, απ΄ όπου οι πρόγονοί τους ξεκίνησαν πριν από πολλές χιλιετίες για να καταλήξουν στην Μεσοποταμία όπου ανέπτυξαν τον Σουμεριακό πολιτισμό, και στη συνέχεια απλώθηκαν στην Κεντρική και νότια Ινδία. Σχετικά με την Ινδική ομάδα φυλών των Δραβίδων, ο Ινδός ερευνητής T.R.Sesha Iyengar, παρατηρεί επίσης στο βιβλίο του ΅Dravidian IndiaΆ, (είναι έκδοση της πόλης του Madras, του 1925 που επανεκδόθηκε πρόσφατα, ένα από τα σημαντικότερα κλασσικά της Δραυιδικής λογοτεχνίας), ότι οι Σουμέριοι και οι Δραβίδες είχαν αξιοσημείωτες ομοιότητες. Συμφωνεί και αυτός στο ότι μια από τις σημαντικότερες θεωρίες σχετικά με την καταγωγή τους, φέρει τους Δραβίδες να είναι μια Μεσογειακή φυλή προερχόμενη από την Κρήτη, η οποία ο ίδιος θεωρεί ότι απετέλεσε το φυλετικό υπόστρωμα των Πελασγών. Ο Sesha Iyengar, αναφέρει τις παρατηρήσεις του Ινδού αρχαιολόγου R.D.Banerji, βοηθού του αρχαιολόγου John Marshall που ανακάλυψαν μεταξύ του 1922 και 1927, τις πρώτες δύο μεγάλες πόλεις της κοιλάδας του ποταμού Ινδού Harappa και Mohenjo Daro, και προσθέτει ότι ο πολιτισμός αυτός, συνδέεται άμεσα με τον Αιγιακό πολιτισμό της ανατολικής Μεσογείου, εκτός άλλων και από το γεγονός ότι διάφορες σχέσεις ανιχνεύονται μεταξύ των Μινωικών αρχαιοτήτων και αυτών του Mohenjo Daro και ειδικά σε χρωματισμένα κεραμικά σκεύη. Παρατηρεί επίσης ότι η ιερογλυφική γραφή που βρέθηκε στην Harappa, υπό μορφή χιλιάδων σφραγίδων και πινακίδων (4.000 περίπου), δείχνει ένα υψηλό επίπεδο εξέλιξης. Είναι γεγονός ότι η γραφή αυτή δεν εμφανίζει κανενός είδους ομοιότητα με κανένα από τα γνωστά Ινδικά αλφάβητα, ενώ αντίθετα σχετίζεται με αυτά της Μυκηναϊκής εποχής. Υπάρχουν όμως πολλοί παραπάνω λόγοι πέρα από την μαρτυρία των σημαντικών αυτών ανθρώπων, που μας βεβαιώνουν ότι η φυλή αυτή ήταν πρωτοελληνική Πελασγική, η οποία αφού εγκατέστησε αποικίες στην Μεσοποταμία και συνέβαλλε καθοριστικά στην δημιουργία του Σουμεριακού πολιτισμού, συνέχισε την αποικιακή της δράση, και επεκτάθηκε στην κοιλάδα του Ινδού όπου εκεί επίσης απετέλεσε την βάση για την δημιουργία του ομώνυμου πολιτισμού, όπως βλέπουμε από τα ερείπια των δύο πόλεων Mohenjo Daro και Harappa της 4ης π.Χ. χιλιετίας στις όχθες του Ινδού ποταμού, (σημερινό νότιο Πακιστάν). Αυτά τα ερείπια αποτελούν σήμερα τον αρχαιότερο γνωστό, ανεπτυγμένο πολιτισμό στην Ινδική χερσόνησο, και φανερώνουν ένα υψηλό τεχνικό επίπεδο με εκτεταμένο πολεοδομικό αποχετευτικό και υδροδοτικό σχεδιασμό (ρυμοτομία με κανονικά οικοδομικά τετράγωνα, πολυώροφα κτίρια από ψημένα τούβλα, δημόσια θερμαινόμενα λουτρά και δημόσιες κεντρικές αποθήκες σιτηρών ). Ο πληθυσμός της πόλης Mohenjo Daro υπολογίζεται ότι κυμαινόταν στις 20 με 50 χιλιάδες άτομα, και είναι αξιοσημείωτο ότι δεν έχει πιστοποιηθεί από κανένα στοιχείο η φυσιολογική σταδιακή ανάπτυξη της, όπως επίσης και των άλλων 1.400 πόλεων της περιοχής του Ινδού ποταμού που ανακαλύφθηκαν αργότερα και χαρακτηρίζονται από τα ίδια πολιτισμικά στοιχεία. Μια αργή ταχύτητα ανάπτυξης θα ήταν και η αναμενόμενη εάν ή γνώση σχετικά με την τεχνική υποδομή της είχε αποκτηθεί από εντόπιους πληθυσμούς. Έχει παρατηρηθεί από ευρήματα, ότι οι πόλεις αυτές μετά την καταστροφή τους από τις πλημμύρες του Ινδού ξανακτίζονταν αμέσως, αλλά με το παράδοξο η νεότερη να παρουσιάζει κάθε φορά λιγότερη τεχνική επιτήδευση και επιδεξιότητα, ενώ τα παλαιότερα στρώματα να αποδεικνύονται σαφώς ανώτερα των νεωτέρων από τεχνική άποψη, (7 στρώματα συνολικά) πράγμα που αποδεικνύει ότι οι αρχικοί πληθυσμοί που πρώτοι έκτισαν τις πόλεις αυτές, θα πρέπει να εισήγαγαν τεχνικές γνώσεις ήδη αναπτυγμένες σε κάποιον άλλο τόπο. Τα σπίτια είχαν έναν ή δύο ορόφους με επίπεδες σκεπές. Ήταν σχεδόν όλα πανομοιότυπα και παρουσίαζαν την εξής ιδιομορφία : Είχαν εσωτερική αυλή και όλα τους τα παράθυρα έβλεπαν μόνο την αυλή, και κανένα τον δρόμο. Το πιθανότερο είναι η κατασκευή τους να εξυπηρετούσε στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση από τυχόν πλημμύρες, ή αιφνιδιαστικές επιθέσεις ξένων φυλών της γύρω περιοχής. Κάθε σπίτι είχε το δικό του πηγάδι και το δικό του λουτρό, ακόμα και τα πιο απομακρυσμένα από το κέντρο. Κεραμικοί σωλήνες, συνέδεαν τα σπίτια με κεντρική αποχέτευση η οποία περνούσε κάτω από τους κεντρικούς δρόμους και από εκεί διοχετεύονταν σε κοντινά ποτάμια. Αυτό όμως είναι ένα από τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά του Μινωικού πολιτισμού που τα συναντάμε ευρέως στην Κρήτη, όπως επίσης παρατηρούμε και το εξής συνηθισμένο για τον Ελλαδικό χώρο φαινόμενο: τα κεντρικά αποχετευτικά κανάλια στους δρόμους να καλύπτονται με τετράγωνες λίθινες πλάκες, πράγμα εντελώς ασυνήθιστο αν όχι μοναδικό για την ευρύτερη περιοχή της Ινδικής χερσονήσου. Αν και έχουν ανασκαφεί πολλά οικιακά σκεύη εξαιρετικής τέχνης από ορείχαλκο (μπρούντζο) και ασήμι, δεν υπάρχουν κοιτάσματα αυτών των μέταλλων στην περιοχή, και αυτό είναι ένα στοιχείο που δείχνει πως οι κάτοικοι των πόλεων αυτών εισήγαγαν τα μέταλλα από άλλες χώρες, γνωρίζοντας ήδη την επεξεργασία τους εκ των προτέρων, διότι η μεταλλουργία δεν μπορεί βέβαια να αναπτύχθηκε από το μηδέν σε μια περιοχή που δεν υπήρξε στο έδαφός της η πρώτη ύλη εξ αρχής. Σχετικά με την διακυβέρνηση, από το γεγονός ότι το παλάτι και ο κυρίως ναός βρέθηκαν να συνυπάρχουν στο ίδιο κτιριακό συγκρότημα, συμπεραίνουμε ότι ο ανώτατος άρχων της πόλης θα πρέπει να ήταν ταυτόχρονα και αρχιερεύς, και να επισημάνουμε ότι ένας αντίστοιχος διπλός ρόλος εμφανίζεται στο πρόσωπο του Μίνωα και στην Μινωική Κρήτη. Αντίθετα κανένα στοιχείο δεν μας επιτρέπει να συμπεράνουμε ότι υπήρχε κάποια ενιαία κυβέρνηση ή βασιλέας για τις 1.400 πόλεις αυτές, αν και το σύνολο τόσων πολλών πόλεων με κοινά δομικά και πολιτισμικά χαρακτηριστικά, στην ίδια ευρύτερη περιοχή θα μπορούσε κάλλιστα να χαρακτηριστεί ως βασίλειο ή αυτοκρατορία. Παρʼ όλα αυτά, τα ευρήματα δείχνουν ότι οι πόλεις αυτές ήταν πάντα αυτόνομες κατά το πρότυπο των Ελληνικών. Τα ίχνη του τοπικού Ινδικού πολιτισμού Sorath που χρονολογείται στο 3700 π.Χ. σε γειτονική περιοχή της Ινδίας (σημερινή χερσόνησο Saurashtra, στο Gujarat μέσα στα όρια δηλαδή της επιρροής του πολιτισμού του Ινδού ποταμού) διαφέρουν ριζικά από τις παραπάνω πόλεις σε οποιοδήποτε τεχνικό ή καλλιτεχνικό επίπεδο. Οι αρχαιολόγοι που ανέσκαψαν την περιοχή όπως και ο επικεφαλής του αρχαιολογικού τμήματος αρχαίας ιστορίας του πανεπιστημίου M.S. Baroda, καθηγητής Κ.Κ. Bhan, δηλώνουν ότι ο τοπικός αυτός πολιτισμός, παρʼ όλο ότι προηγήθηκε της κτίσεως της πόλης Harappa, δεν προσέφερε το παραμικρό στην διαμόρφωση του πολιτισμού της, αν και εντοπίστηκαν από ευρήματα εμπορικές σχέσεις μεταξύ τους, σε ημιπολύτιμους λίθους, και την συνεκμετάλλευση βοσκοτόπων. Αντίθετα οι ίδιοι άντλησαν τα μέγιστα από στοιχεία του πολιτισμού της κοιλάδας του Ινδού. Αυτό δείχνει την ανωτερότητα του πολιτισμού της, που διατήρησε την πολιτισμική ταυτότητα του μέχρι και την μυστηριώδη εγκατάλειψη του (πιθανότατα από μεγάλη πλημμύρα του ποταμού), χωρίς να έχει επηρεασθεί από την τοπική Ινδική κουλτούρα που είχε και αυτή την δική της ξεχωριστή ταυτότητα. Επίσης εμφανή ίχνη σχέσεων με πολιτισμικά χαρακτηριστικά από το Αιγαίο προκύπτουν από ομοιότητες με θρησκευτικές τελετουργίες η ταφικές πρακτικές όπως η λατρεία θεότητας των φιδιών από εικαστικές παραστάσεις, και η ανεύρεση χάλκινου νομίσματος ή συμβόλου με τον διπλό πέλεκυ στο Mohenjo Daro. Λατρευτικά ειδώλια της Μεγάλης Μητέρας Θεάς που έχουν βρεθεί σε βόρειο και νότιο Ινδία από την περιοχή του Αιγαίου, ενισχύουν την παραπάνω θέση. Ακόμη σε αγγείο από πέτρα που βρέθηκε στην κοιλάδα του Ινδού και χρονολογείται από το 2.500 π.Χ, ο Ηρακλής απεικονίζεται να πνίγει τα δύο φίδια που του έστειλε η θεά Ήρα ! Σκελετοί που βρέθηκαν στην περιοχή, ανθρωπολογικά δείχνουν την προέλευση τους από την περιοχή της Μεσοποταμίας, και χρονολογούνται πριν το 2.000 π.Χ. Φαίνεται όμως ότι η παρουσία των αποίκων που δημιούργησαν τον πολιτισμό των πόλεων Harappa / Mohenjo-Daro καθώς και των άλλων 1.400 πόλεων του Ινδού ποταμού, δεν ήταν όσο πρόσφατη δείχνουν τα αρχαιολογικά ευρήματα των πόλεων αυτών, διότι έχει ανακαλυφθεί τελευταία στα νερά του κόλπου του Khambhat, μέσα στην περιοχή Gujarat πάντα, μια άλλη παρόμοια πόλη βυθισμένη σε βάθος 40 μέτρων. Από την πόλη αυτή έχουν ανασυρθεί αντικείμενα που χρονολογούνται στα 7.500 π.Χ. και η ρυμοτομία της είναι πανομοιότυπη με αυτή της πόλεως Harappa, που είναι φυσικά πολύ νεώτερη. Το γεγονός αυτό αφήνει ανοικτό ένα σοβαρό ενδεχόμενο οι κάτοικοι του Αιγαίου να γνώριζαν τις περιοχές αυτές πολύ νωρίτερα από τον αποικισμό στην Μεσοποταμία, επιβεβαιώνοντας έτσι την ύπαρξη πανάρχαιων επαφών, όπως η διεξαγωγή της εκστρατείας του Διονύσου που έχουν περιγράψει ποικίλες αρχαίες ιστορικές πηγές. Όσον αφορά την ονομασία Δραβίδαι, πρόκειται για έναν όρο που εισήχθη από τον Robert A. Caldwell το 1856, παρμένο από την Σανσκριτική λέξη Dravida που βρέθηκε σε ένα κείμενο του 7ου π.Χ. αιώνα, η οποία ήταν η Σανσκριτική απόδοση του ονόματος της φυλής Tamil, της μεγαλύτερης σε έκταση και αριθμό ομιλούντων Δραβιδικής γλώσσας. Με δεδομένη την παλαιότητα αυτής της ονομασίας του λαού των Δραβίδων, και το γεγονός ότι κάθε απόπειρα ετυμολογίας της συγκεκριμένης λέξης δεν μπορεί να είναι παρά μια πιθανολογία, ας μας επιτραπεί το δικαίωμα για μια επί πλέον ετυμολογική πιθανολόγηση, που όμως δεν στερείται από συνάδουσες ενδείξεις στα πλαίσια της διαφαινόμενης πορείας του θαλασσοπόρου αυτού λαού από το Αιγαίο προς την Ινδία : Υδραυείδαι : από τη λέξη ύδωρ και το παραγόμενο απʼ αυτήν επίθετο υδραίος, (αντίθετο του χερσαίος) που δηλώνει την καταγωγή κάποιου από παραθαλάσσιο τόπο και την κυρία ασχολία του με την θάλασσα, και (F)είδος για να δηλωθεί το γένος του λαού από τέτοιου είδους τόπους, όπως συμβαίνει με τα πάμπολλα και αρχαιότατα λήγοντα εις -είδης επίθετα και επώνυμα της Ελληνικής. Το ΅ΥΆ προ ενός ομόηχου άρθρου όπως το ΅οιΆ γίνεται εύκολα κατανοητό πως συναιρέθη, και πολύ πιθανόν αυτό να είχε συμβεί πριν καν αυτοί εξέλθουν από την περιοχή του Αιγαίου. Μια παρεμφερή εξελικτική διαδικασία στα Σανσκριτικά, αλλά και σε Δραβιδικές γλώσσες (π.χ. στη γλώσσα Brahui του Μπαλουχιστάν ή σʼ αυτή των Καλάσα) με βάση τη λέξη «ύδωρ», διακρίνουμε στην λέξη για την ανοιχτή θάλασσα, ή ωκεανό που είναι samudra και έχει συντεθεί από τις λέξεις sam = συν, και udra = ύδωρ, όπως άλλωστε και η καθʼ εαυτό κυριολεκτική σημασία της στα Σανσκριτικά είναι ακριβώς «το συμμάζεμα ή σύνολο των υδάτων», ή «σύνυδρο» αν θα έπρεπε να την αποδώσουμε με μια ενιαία λέξη. Είναι χρήσιμο πάντως να συγκρατήσουμε την εμφανή πρωτοελληνική προέλευση των πρώτων συνθετικών της πολύ σημαντικής αυτής λέξης που επιβεβαιώνει τα παραπάνω. Οι Πελασγοί τέλος σχετίζονται σύμφωνα και με τον Τ.R.Sesha Iyengar, με τους (Υ)δραυείδες, και ίσως το όνομα τους να αποτελεί μια μεταγενέστερη Αχαϊκή απόδοση της ονομασίας του ιδίου λαού, διατηρώντας την ίδια κατά βάση σημασία τη σχετική με το υγρό στοιχείο, ως «οι άγοντες τα πέλαγα» ή «οι εκ του πελάγους αγόμενοι» με προϋπόθεση βέβαια ότι προηγείται χρονικά η λέξη «πέλαγος». Και στις δύο περιπτώσεις η συχνά απαντώμενη περιγραφή των λαών του Αιγαίου ως «λαοί της θάλασσας» από διάφορες μη ελλαδικές πηγές, καλύπτει και στις δύο ονομασίες. Είναι γνωστό από το 1923 σχεδόν, τότε που η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τις χιλιάδες ειδώλια θεοτήτων και σφραγίδες, από τις πανάρχαιες πόλεις Μοχέντζο Ντάρο και Χαράππα, ότι πολλά από αυτά απεικονίζουν γνωστές και αναγνωρίσιμες στάσεις της Γιόγκα. Έτσι δημιουργήθηκε η σοβαρή ένδειξη ότι το πασίγνωστο και πανάρχαιο σύστημα για την καλλιέργεια του ελέγχου του νου επάνω στο σώμα και την διατήρηση της ψυχοσωματικής ισορροπίας, είναι κι αυτό ένα από τα πολιτισμικά στοιχεία που μετέφεραν οι πανάρχαιοι Δραυείδες από την περιοχή της Μεσοποταμίας και μέσω αυτής από το Αιγαίο. Παρόμοιες στάσεις γιόγκα έχουν αναγνωρισθεί και σε αγαλματίδια που έχουν ανασκαφεί από την περιοχή της Ιεράπετρας της Κρήτης και χρονολογούνται μεταξύ 4000 και 3500 π.Χ. Βεβαίως τα αρχαιολογικά ευρήματα από μόνα τους δεν θα επαρκούσαν ως αποδεικτικά στοιχεία για να επιβεβαιωθεί μια τέτοια σχέση, εάν δεν συνδυαζόταν με μια επίσης πολύ σοβαρή ένδειξη σχετικά με την προέλευσή της, που δεν είναι άλλη από την ίδια τη λέξη γιόγκα ! Αυτή από μόνη της επιβεβαιώνει τον παραπάνω ισχυρισμό για την προέλευση της Γιόγκα από το Αιγαίο, με την σημασία της στα Σανσκριτικά που είναι : «ένωση δια της ζεύξης». Η ίδια η λέξη yoga προέρχεται από την σανσκριτική λέξη jugam, που σημαίνει κυριολεκτικά ζυγός βοών, και μας εκπλήσσει με την διπλή ηχητική και εννοιολογική ταύτιση της με την αρχαία ελληνική λέξη ζυγόν, που πολύ αργότερα έγινε ζυγός και ως γνωστόν σημαίνει μέχρι και σήμερα ακριβώς το ίδιο πράγμα, δηλαδή τον πανάρχαιο γεωργικό μηχανισμό γεωργικής καλλιέργειας (ζυγός βοών). Η λέξη αυτή όμως είναι δυνατόν να ετυμολογηθεί μόνο στην Ελληνική γλώσσα, με την τροπή του δ σε ζ (που ως γλωσσικό φαινόμενο συναντάται συχνά, όπως στο όνομα Δευς-γεν. Διός που γίνεται Ζεύς-Διός διατηρώντας το δ στην γενική, η στην λατινική Jupiter η οποία ερμηνεύεται ως «Ζ(Δ)ευς- πατήρ» κλπ ) οπότε η λέξη ζυγόν πριν την τροπή επροφέρετο δυγόν, λέξη που άλλωστε δεν είναι υποθετική, αλλά υπάρχει αυτούσια και με την έννοια ζυγού στην Βοιωτική διάλεκτο. Επομένως ως δυγόν ερμηνεύεται και ετυμολογείται ως: αριθμός δυο + ρήμα άγω (φέρω), δηλαδή το από δύο φερόμενον ! Η αρχέγονη σημασία της λοιπόν φαίνεται ότι αφορούσε ανέκαθεν τον γεωργικό μηχανισμό που άγεται από δύο υποζύγια. Άλλωστε όποιο παράγωγο της και αν πάρουμε από την αρχαία ελληνική μέχρι και την σημερινή καθομιλουμένη, βρίσκουμε πάντα να υποκρύπτεται ο αριθμός δύο : ζ(δ)υγός, ζ(δ)εύγος, ζ(δ)υγαριά, ζ(δ)εύγλα, υποζ(δ)ύγιο σύζ(δ)υγος, ζ(δ)υγωματικά, ζ(δ)εύξις κλπ. Επίσης και οι λέξεις που προέρχονται από την λέξη ζυγόν σε άλλες «ινδοευρωπαϊκές» γλώσσες –αρχαίες ή νέες- διατηρούν εμφανέστατη την σημασιολογική αλλά και ηχητική σύμπτωση με το ίδιο αντικείμενο : η περσική yugh, η Χιττιτική iúkán, η γοτθική juk, η λατινική iugum, η λιθουανική jungas, η αγγλική yoke, η γαλλική joug, ή η ισπανική yugo, σημαίνουν όλες τον ίδιο γεωργικό μηχανισμό, αλλά είναι επίσης σημαντικό να προσθέσουμε ότι την συναντάμε και σε μη «ινδοευρωπαϊκες» γλώσσες όπως η Αραβική, (zawg) όπου και εκεί σημαίνει ζεύγος ! Η τροπή των φθόγγων από δυ σε zu ,yu, iu και ju, είναι συνήθης και προέρχεται από την διαφορετική απόδοση με βάση την προφορά της κάθε γλώσσας. Παράλληλα, σε καμία από τις παραπάνω γλώσσες δεν αναλύονται περαιτέρω ετυμολογικά οι αντίστοιχες λέξεις, γεγονός που σημαίνει πολύ απλά ότι οι λέξεις που αντιστοιχούν με την λέξη ζυγόν, δεν αποτελούν κατάλοιπα μιας «κοινής» εξελικτικής πορείας των γλωσσών αυτών, αλλά ότι είναι ένα στοιχείο επίκτητο, και αποτέλεσμα μιας ξένης προς αυτές τις γλώσσες πρωτοελλαδικής επίδρασης, όχι με τη μορφή δανείου, όπου συνήθως αντικαθίσταται ένας υπάρχων τοπικός τύπος, αλλά με την μορφή της εισαγωγής ενός εντελώς νέου για τους λαούς αυτούς τεχνικού όρου ! Είναι επίσης σημαντικό το να αναφέρουμε ότι εκτός από την κυριολεκτική της ερμηνεία, η ίδια η λέξη ζυγόν / jugάm μας αποκαλύπτει και το γιατί επιλέχθηκε ως συμβολική για την ονομασία μιας τόσο σημαντικής επιστήμης όπως είναι στην πραγματικότητα η γιόγκα, και μας δείχνει ότι ως τέτοια βρίσκει πλήρη εννοιολογική ερμηνεία στην Ελληνική γλώσσα φανερώνοντας το υψηλότατο πνευματικό επίπεδο του λαού που την εδίδαξε, και το σημαντικότερο: μας φανερώνει επίσης και την αρχαιότητα της εποχής που την εδίδαξε ! Η Γιόγκα ταυτίζεται λοιπόν με την έννοια του ζυγού, για να συμβολίσει ένα ολοκληρωμένο σύστημα καλλιέργειας της ψυχοσωματικής ισορροπίας, που ελέγχει αξονικά το σώμα και το πνεύμα ταυτόχρονα. Παρομοιάζεται δηλαδή η διδασκαλία της Γιόγκα με έναν άξονα, -όπως είναι ο ζυγός στην προκειμένη περίπτωση-, δια του οποίου εξασφαλίζεται μια ισορροπημένη και παράλληλη πορεία δύο διακριτών ανθρωπίνων δυνάμεων. Εκφράζεται έτσι ως η τεχνική της σύζευξης πνευματικών και σωματικών δυνάμεων, καθώς και τα αποτελέσματα που αυτή υπόσχεται με προϋπόθεση την καλλιέργεια, συνδέοντας νοηματικά τις λανθάνουσες δυνάμεις του ανθρώπου, με τους σπόρους, οι οποίοι με την κατάλληλη μέθοδο καλλιέργειας πολλαπλασιάζουν το μέγεθος τους, δίνοντας πλήρη φυτά και καρπούς. Η χρήση της έννοιας ζυγόν / jugάm, κάτω από αυτήν την οπτική αναδεικνύεται ως η πλέον κατάλληλη για συμβολισμό, διότι κατά την αρχέγονη εκείνη εποχή, θα εξέφραζε μεταφορικά τα παραπάνω νοήματα με τον πιο παραστατικό και κατανοητό τρόπο μέσα από μια οικεία αγροτική εικόνα, βγαλμένη μέσα από τις πιο κοινές ασχολίες της καθημερινής ζωής των ανθρώπων. Ως συμβολική έννοια επομένως, αποδεικνύεται απόλυτα κατάλληλη διότι συμπυκνώνει με μία και μόνη λέξη, την ιδέα της παράλληλης εργασίας των δύο υποζυγίων (σώμα και πνεύμα) που έλκουν προς την ίδια κατεύθυνση (σκοπό) ισορροπώντας κάτω από τον ίδιο μηχανισμό (ζυγόν / jugam – την ψυχοσωματική μέθοδο), υπό την καθοδήγηση του γεωργού (νους – αυτοπειθαρχία), δίνοντας ως αποτέλεσμα τους καρπούς της καλλιέργειας που εξ αυτού του συνδυασμού αποκτώνται (ψυχική και σωματική ισορροπία). Προκύπτει λοιπόν ως αυτονόητο το συμπέρασμα ότι ο λαός, στην γλώσσα του οποίου ανήκουν οι δύο διαφορετικές λέξεις (δύο + άγω) που συνέθεσαν τη λέξη - κλειδί (ζυγόν > jugάm), είναι το πιο πιθανό να επέλεξε και την συμβολική ονομασία της μεθόδου με την ίδια λέξη, με δεδομένη την ανάγκη μιας πρωθύστερης κατανόησης της ετυμολογίας της και των συμβολισμών που αυτή στηρίζει. Υπάρχει όμως γιʼ αυτό και μια επιπρόσθετη διαισθητική θα λέγαμε επιβεβαίωση: Η ταυτότητα του πολιτισμού που δημιούργησε την πανάρχαια μέθοδο ψυχοσωματικού συντονισμού της γιόγκα, δεν διαφέρει καθόλου από την ταυτότητα που υποδεικνύει η πασίγνωστη διαχρονική και υπερτοπική διαθήκη των αρχαίων Ελλήνων που συμπυκνώνεται στην φράση «Νους υγιής εν σώματι υγιή», γνωρίζοντας την πολύ μεγάλη σημασία που είχε γιʼ αυτούς η διατήρηση της ισορροπίας σώματος και πνεύματος, κατά τους αιώνες της κλασσικής εποχής. Η ανάλυση και η διδασκαλία της ψυχοφυσιολογίας του ανθρώπου σε ένα τέτοιο βάθος όπως αυτό της γιόγκα, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το αποτέλεσμα μιας ανεξάρτητης και αποκομμένης από τον μέσο άνθρωπο επιστήμης, αλλά αντίθετα, επειδή είναι ανθρωποκεντρική, εκ των πραγμάτων οφείλουμε να αναζητήσουμε την πλαισίωση της αφʼ ενός με μια υψηλότατη πνευματική ανάπτυξη ολόκληρου του λαού που την ανέπτυξε και την εφάρμοσε, και αφʼ ετέρου την πλαισίωση της με καθʼ εαυτό λεπτομερείς ιατρικές γνώσεις σχετικές με την φυσιολογία και την παθολογία του ανθρωπίνου σώματος. Όλα αυτά είναι δεδομένα για τον αρχαίο Ελληνικό λαό και πολιτισμό της κλασσικής εποχής, και βεβαίως θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα υποθέσουμε και για τους προγόνους του. Η Αγιουρβέδα ως τυπική ιατρική επιστήμη των Βεδών, βασίζεται στο ψυχοσωματικό θεωρητικό υπόβαθρο της γιόγκα, και η αρχαία Ελληνική ιατρική που ακόμη και σήμερα χρησιμοποιείται από τους μουσουλμάνους της Ινδίας διατηρώντας το όνομα Unani, είναι παρόμοια με την Αγιουρβέδα, αν και πιο σύνθετη καθώς διατηρεί τέσσερα πρότυπα ιδιοσυγκρασιών αντί για τρία. Επίσης η Αγιουρβέδα στην βάση της είναι καθʼ όλα όμοια με την επιστήμη της «ίασης δια της φύσης» του Ιπποκράτη, στον οποίο σήμερα αναγνωρίζεται διεθνώς η πατρότητά της, και βέβαια θεωρείται ο πατέρας και της σύγχρονης ιατρικής στον οποίο ορκίζονται όλοι οι γιατροί του κόσμου πριν πάρουν το δίπλωμα τους. Μια αρχέγονη κοινή πηγή λοιπόν και των τριών πολύ παρεμφερών ιατρικών μεθόδων μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί ως το πιθανότερο γεγονός. Μπορούμε επομένως να ισχυριστούμε με βεβαιότητα μετά την ανάλυση των παραπάνω στοιχείων, ότι εκτός των οποιονδήποτε άλλων συμπερασμάτων, αποδεικνύεται πλέον και από γλωσσολογικής πλευράς ότι : η αρχέγονη προέλευση των παραπάνω λέξεων που έχουν την έννοια ζυγός οργώματος, οφείλεται σε μια κοινή εξωτερική πηγή, που δεν είναι άλλη από τον λαό-φορέα της πρωτοελληνικής γλώσσας, ο οποίος πολύ πριν διδάξει την μέθοδο γιόγκα, είχε διδάξει στους προγόνους όλων των λαών που διατηρούν κοινή ονομασία για την έννοια ζυγός, και την χρήση ενός μηχανισμού καλλιέργειας που αργότερα θα επέφερε μια επαναστατική αλλαγή στην πορεία της εξέλιξης τους … θα τους μετέτρεπε από νομάδες, κυνηγούς και τροφοσυλλέκτες, σε μόνιμα εγκατεστημένους γεωργικούς πληθυσμούς και ουσιαστικά, με την επιτακτική ανάγκη της αποθήκευσης, προστασίας, και διανομής της πλεονάζουσας γεωργικής παραγωγής που αυτή η τεχνική δημιούργησε, θα έθετε τις βάσεις για την σταδιακή δημιουργία πόλεων ! Στα παραπάνω θα πρέπει να προσθέσουμε πως εάν η λέξη «ζυγόν» ήταν κατάλοιπο μιας κοινής μητέρας γλώσσας, θα έπρεπε με δεδομένη την σχετικά περιορισμένη σημασία της, να αναμένουμε πολύ περισσότερες λέξεις, να έχουν την ίδια εξάπλωση, την ίδια αντοχή και επιβίωση στο χρόνο, και την ίδια ηχητική και εννοιολογική παράλληλη πορεία, με αυτές που μπορούν να χαρακτηρισθούν ΚΟΙΝΕΣ σε ΟΛΕΣ τις ΙΕ γλώσσες, που στην πραγματικότητα δεν υπερβαίνουν μια εικοσάδα. Υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί λόγοι που οδηγούν τους επίδοξους ερμηνευτές του γλωσσικού φαινομένου, να πιστεύουν πως κατέχουν ένα ερμηνευτικό passepartout της πορείας του από μια κοινή γλώσσα - μητέρα, την στιγμή που καμία γλώσσα δεν συγκεντρώνει ενδείξεις για έναν τέτοιο τίτλο, και φυσικά ούτε και η Ελληνική για την οποία επιφυλάσσουμε τον τίτλο της γλώσσας –πατέρα, μέσα από μια τελείως διαφορετική διαδικασία γέννησης γλωσσικών χαρακτηριστικών ! Το σύνηθες σφάλμα είναι η αποσπασματική εξέταση στοιχείων και η εξαγωγή συμπερασμάτων από περιορισμένο αριθμό δειγμάτων, με βάση προκαθορισμένα πρότυπα. Η Gimbutas π.χ. δεν δίνει καμία ουσιαστική ερμηνεία για την σχέση Πρωτοελληνικής και Σανσκριτικής. Συχνά οι μακρόχρονες σχέσεις διαφόρων ξεχωριστών λαών οδήγησαν στην δημιουργία συγγενικών γλωσσικών χαρακτηριστικών, που όμως συγκρινόμενα μέσα στο σύνολο των λεγομένων γλωσσών, δεν έχουν την εμβέλεια που απαιτείται για να δικαιολογηθεί η προέλευση τους από κάποιο κοινό πρόγονο, καθώς ανιχνεύονται συνήθως σε 3 ή 4 κατά μέσο όρο γλώσσες. Επίσης ένας άλλος σημαντικός λόγος που συμβάλλει στην ψευδαίσθηση αυτή, είναι τα πολύ στενά χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία τοποθετείται η δημιουργία των γλωσσών και η εξέλιξη των γλωσσικών ζυμώσεων, καθώς και η συμπίεση των διαδικασιών που οδήγησαν στη διαμόρφωση τους, επιβεβλημένη από δογματικές θρησκευτικές αντιλήψεις, άσχετες με την επιστημονική σκέψη. Τέλος θεωρώ σημαντικό να προσθέσω ένα επί πλέον στοιχείο, που προέρχεται από την περιοχή του Ινδού ποταμού, μια και σχετίζεται άμεσα με την Γιόγκα : Από μερικές επιγραφές όπου βρέθηκαν τα ειδώλια του Μοχέντζο Ντάρο, των οποίων έχουν γίνει γνωστές οι ερμηνείες, προκύπτει ότι οι πιο πειθαρχημένοι και ασκητικοί yogis την εποχή εκείνη, έφεραν τον τιμητικό τίτλο Mina ! Αυτή η λέξη όμως στην Σανσκριτική τουλάχιστον γλώσσα, δεν έχει καμία άλλη έννοια ή έστω παράγωγη λέξη, εκτός από μια και μόνη ακριβώς ομόηχη της, που όμως σημαίνει απλά «ψάρι», και που βεβαίως μόνο συμπτωματική θα μπορούσε να θεωρηθεί, εφʼ όσον ούτε κυριολεκτικά, αλλά ούτε και μεταφορικά ως ονομασία δεν εμπεριέχει κανένα στοιχείο που να μπορεί να σχετισθεί με την γιόγκα και ειδικά με έναν κορυφαίο τίτλο που αποδίδει σεβασμό. Αντίθετα η λέξη αυτή (Mina) συνδυαζόμενη με όλα τα παραπάνω στοιχεία που αποδεικνύουν την ελληνικότητα της λέξης γιόγκα, θα μπορούσε να συσχετισθεί με τους πρώτους πρωτοέλληνες αποίκους της κοιλάδας του Ινδού από το Αιγαίο, είτε ως Μινωίτες την αποίκησαν είτε ως Μινύες. Και στις δύο περιπτώσεις οι ανώτατοι τίτλοι για τους άρχοντες των δύο θαλασσοπόρων πρωτοελληνικών φυλών θα μπορούσαν να εμπνεύσουν μια ονομασία όπως αυτή (Μίνως ή Μίνας ), όπως πιθανότατα έχει συμβεί και με τον πρώτο Φαραώ Μήνα των ιστορικών δυναστειών στην Αίγυπτο, καθώς η ονομασία αυτή απεδόθη και στις δύο περιπτώσεις ως τίτλος και όχι ως προσωπικό όνομα. Απο το βιβλίο 'Η Αθέατη Όψη του Ινδοευρωπαϊκού Ζητήματος'
Σύνδεση Αιγιακού και Ινδικού πολιτισμού
Ημερομηνία: 05/12/2007
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: http://www.cosmicnet.gr/detail.php?id=1822&category=MYSTICHELLAS
0 Σχόλια: