Τότε ήμουν πέντε χρονών και την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κανάλια, μόνο δύο κρατικά, δεν γνωρίζαμε γύρω από αυτά τα θέματα. Ήμουν στο δωμάτιο της γιαγιάς, είχα πάει να παίξω στο κρεβάτι και δεν κατάλαβα για πότε κοιμήθηκα, αν κοιμήθηκα, που σίγουρα δεν κοιμήθηκα, γιατί αισθάνθηκα ένα φοβερό πόνο σε όλο μου το σώμα. Είχα μία περίεργη στάση, όλο μου το σώμα τα άκρα ακουμπούσαν στο κρεβάτι με τέτοιο τρόπο που πονούσα φοβερά, αισθάνθηκα το στόμα μου να είναι πρησμένο, η γλώσσα μου πρησμένη τα δάχτυλα πρησμένα ενώ δεν ήταν μία γεύση σίδερου στο στόμα την οποία μπορώ να πως, πως μέχρι και σήμερα τις νύχτες ξυπνάω και το αισθάνομαι αυτό το πράγμα χωρίς να είναι πρησμένα το στόμα, η γλώσσα κτλ, και κάποια στιγμή ακούω γύρω μου φωνές, συζητήσεις αλλά όχι να καταλαβαίνω τι λένε. Ακούω λοιπόν κάποιες φωνές, τα μάτια μου ήταν μισάνοιχτα, προσπαθούσα να τα ανοίξω και δεν μπορώ. Προσπαθώ να δω τι γίνεται γύρω μου και βλέπω μικρά ανθρωπάκια, αιωρούμενα στον αέρα σε μία φοβερή κατάταξη γύρω μου. Ήταν ανά δύο μπροστά και άλλα δύο πίσω σαν να τα επιτηρούσαν, σαν να κατέγραφαν από μένα πράγματα, κάτι τέτοιο καταλάβαινα. Είχα φοβηθεί φοβερά, είχα τρομοκρατηθεί, δεν μπορούσα να φωνάξω, να κουνηθώ. Και κάποια στιγμή οι φωνές τους, πολύ έντονες μέσα στο κεφάλι μου, με ενοχλούσαν όλα τόσο πολύ. Αλλά κάτι θα γινόταν, το καταλάβαινα ότι κάτι θα γινόταν, αλλά οι φωνές απʼ έξω της γιαγιάς και της μαμάς τους τρόμαξαν(;) δεν ξέρω τι έγινε εξαφανίστηκαν. Δεν μπορούσα αμέσως να κουνηθώ από τη θέση μου, πονούσα φρικτά και μετά από κάποιο διάστημα μπορώ να πω, πέντε λεπτά ή έξι μπόρεσα να ξεμουδιάσω χέρια, πόδια και να φύγω τρέχοντας από το δωμάτιο. Θα δεχόμουν να μιλήσω σε κάποιο ερευνητή γιατί το ίδιο περιστατικό συνέβη και την επόμενη μέρα. Τα όντα αυτά μεταξύ τους συζητούσαν, δεν έβλεπα πρόσωπα, φορούσαν άσπρα ρούχα με κουκούλα. Απλά μιλούσαν ηλεκτρονικά, σαν να ήταν σιδερένιες οι φωνές, δεν μπορώ να το περιγράψω. Ήταν σαν να ήταν ξέρω και εγώ τι να πω τώρα, σαν να μιλούσα μέσα από ένα ασύρματο. Το περιστατικό έγινε το 1966