Η παρακάτω περίπτωση καταγράφεται στα αρχεία της εταιρείας «Ψυχικαί Έρευναι» του κ. Άγγελου Τανάγρα στις αρχές του 20ου αιώνα και αποτελεί τη πρώτη καταγεγραμμένη περίπτωση εκτοπλάσματος (Σημ. Aragorn : Κάποιο λάθος πρέπει να έχει κάνει ο κ. Κουμαρτζής εδώ πέρα γιατί όπως θα δείτε παρακάτω πουθενά δεν αναφέρετε η περίπτωση εκτοπλάσματος, απλά υπονοείται, αλλά η αφήγηση τηλεκινητικών φαινομένων. Εκτός, αν επειδή η αφήγηση του περιστατικού πρωτοέγινε από τον Τανάγρα σε σειρά τευχών του περιοδικού «Ψυχικαί Έρευναι, ενώ εδώ έχουμε μόνο μία μικρή περίληψη των γεγονότων, κάπου χάθηκε η μπάλα). Η εταιρεία εξέλαβε το εν λόγω περιστατικό ως μία ευκαιρία για την επιστημονική και, όσο το δυνατόν, αυστηρότερη εξακρίβωση της ύπαρξης εκτοπλάσματος. Γιʼ αυτό έστειλε στο Ηράκλειο της Κρήτης, όπου εκδηλώθηκε το φαινόμενο, άτομα της εταιρείας για να διενεργήσουν τα απαιτούμενα πειράματα. Το περιστατικό του εκτοπλάσματος του Ηρακλείου παρουσιάστηκε τμηματικά σε συνεχόμενα τεύχη του έντυπου της εταιρείας. Σε ένα τεύχος παρουσιάζεται ένα από τα κυριότερα πειράματα που εκτέλεσε η επιστημονική ομάδα της εταιρείας. Η περιγραφή του πειράματος είναι γραμμένη σε πρώτο πρόσωπο, μη γνωρίζοντας όμως ποιος ομιλεί, μια και αυτή η πληροφορία υπήρχε πιθανόν στο προηγούμενο τεύχος που δεν κατέχω. Παρακάτω παραθέτω σε απλουστευμένα Νεοελληνικά την προαναφερθείσα μαρτυρία : « Η εργασία αποτελούνταν από τα εξής μέρη : Πρώτον, να αντιληφθώ ο ίδιος και υπό τον δικό μου έλεγχο τα φαινόμενα, αρχικά απολύτως μόνος και στη συνέχεια με τη παρουσία μερικών εκ των διαπρεπέστατων και πιο δύσπιστων επιστημόνων, ώστε να αποκλείσουμε τη πιθανότητα της υποβολής. Δεύτερον, να επιτύχω πραγματικές αποδείξεις, όπως, για παράδειγμα κάποιες φωτογραφίες, αποτυπώματα δακτύλων, εκμαγεία κτλ. Για τους παραπάνω λόγους, τις πρώτες ημέρες περιορίστηκα στο να παρακολουθώ τα πειράματα, δίχως να ζητήσω καμία μεταβολή στη συμπεριφορά του διαμέσου. «Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων αυτών συμμετείχαν ο χημικός κ. Πλάτων, ο γυμνασιάρχης κ. Φαραντάτος και ο καθηγητής Φυσικής κ. Κοντονικολάκος. Προσωπικά, πίστευα από τις πρώτες μέρες, λόγω της συναισθηματικής πίεσης του διαμέσου από τη παρουσία μας, δεν θα εκδηλώνονταν κανένα είδους φαινόμενα. Τη τρίτη όμως μέρα τα φαινόμενα εμφανίσθηκαν έντονα. Τότε παρακάλεσα τον οικοδεσπότη και τους παρευρισκόμενους να με αφήσουν απολύτως μόνο με τη διάμεσο και κλείδωσα τη μοναδική θύρα. Για να τα έχω καλά με τη συνείδησή μου, έλεγξα το δωμάτιο και παρακάλεσα τη διάμεσο Φιλοδίκη να καθίσω απέναντί της. Προς ευχαρίστησή μου, η νεαρή γυναίκα δέχθηκε πρόθυμα επιδεικνύοντας ιδιαίτερο ζήλο προς απόδειξη της γνησιότητας των φαινομένων. Αφού κάθισα απέναντί της, τοποθέτησα τα δύο της πόδια ανάμεσα στα δικά μου σφίγγοντάς τα, με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η οποιαδήποτε κίνηση. Επίσης, έπλεξα τα δάχτυλά μου με τα αντίστοιχα δικά της. Η Φιλοδίκη είχε τη λανθασμένη συνήθεια να «εργάζεται» σε μέρη με απόλυτο σκοτάδι, η προσπάθειά μου όμως να τη μεταπείσω ότι το ερυθρό φως δεν θα την πίεζε ψυχολογικά αποδείχθηκε επιτυχής. Έτσι, ήταν δυνατός ο έλεγχος και αποδείχθηκε ότι και σε συνθήκες άπλετου φωτός τα φαινόμενα εκδηλώνονταν. Το τραπέζι που υπήρχε ανάμεσά μας ήταν τετράγωνο με διαστάσεις 1,5 με 0,75. Εκείνη τη στιγμή, κρατώντας γερά τα πόδια της ανάμεσα στα δικά μου, σήκωσα τα χέρια της τουλάχιστον δύο σπιθαμές πάνω από την επιφάνεια του τραπεζιού. Αμέσως σχεδόν, ξεκίνησαν σταδιακά, κάθε 1 με 2 λεπτά χαρακτηριστικές βαθιές αναπνοές από τη διάμεσο, όπως συνηθίζει κατά παρόμοιες συνεδρίες. Λίγο αργότερα άρχισε να κινεί και τα δύο της χέρια, που ήταν πλεγμένα με τα δικά μου, προς το μέρος μου, πάντα δύο σπιθαμές από την επιφάνεια του τραπεζιού. Κάθε παρόμοια κίνηση των χεριών προκαλούσε και ανάλογη κίνηση του τραπεζιού, όχι μόνο κατά μήκος του αλλά και κατά της διευθύνσεώς του. Κάπως έτσι, σε κάθε κίνηση των χεριών της, το τραπέζι έγερνε δίχως καμία απολύτως επαφή με τα δύο της πόδια. Στη συνέχεια ακολουθούσε μία μικρή παύση. Αν έλειπε η δύναμη που κινούσε το τραπέζι, αυτό επανερχόταν άμεσα στην αρχική του θέση στηριζόμενο στα τέσσερά του πόδια. Όσο αργή ήταν η κίνηση των χεριών, τόσο αργή ήταν και η κίνηση του τραπεζιού. Μάλιστα, ήταν τέτοιος ο συγχρονισμός , που ακόμα και κάποιος τρίτος να κινούσε το τραπέζι (που να μην γινόταν αντιληπτός) θα ήταν αδύνατη τέτοια κίνηση.»