Κάποιοι ορειβάτες που ανέβηκαν στον Άθω ξέμειναν εκεί τη νύχτα, χάθηκαν στο σκοτάδι και κινδύνευαν να σκοτωθούν. Ξαφνικά, είδαν ένα φως από μακριά, το ακολούθησαν και βρέθηκαν σε ένα εκκλησάκι του Αϊ – Γιάννη του Πρόδρομου, που δίπλα είχε ένα κελί. Και τους υποδέχτηκαν –πάνω ψηλά στον Άθω – εννέα μοναχοί και τους έδωσαν φαγητό και κρασί και κρεβάτι να κοιμηθούν. Την άλλη μέρα όταν ξύπνησαν οι δύο ορειβάτες δεν βρήκαν κανένα αλλά θεώρησαν ότι οι μοναχοί είχαν κατεβεί από το βουνό τα χαράματα και δεν θέλησαν να τους ξυπνήσουν. Όταν τελικά πήγαν στη πλησιέστερη μονή και διηγήθηκαν για τους πατέρες που βρήκαν στο βουνό, όλοι οι μοναχοί έμειναν έκπληκτοι, γιατί ήξεραν ότι δεν υπήρχαν πατέρες στο βουνό και ότι δεν υπήρχε πουθενά εκεί κάποιο κελί. Πήγαν όλοι μαζί με τους ορειβάτες στο σημείο όπου είχαν δει τους Εννέα Πατέρες, αλλά δεν βρήκαν ούτε ανθρώπους ούτε κελί. Στις περιγραφές όμως των δύο ορειβατών οι μοναχοί αναγνώρισαν πατέρες που είχαν εξαφανιστεί.