Tο έτος 1983, εκοιμήθη στο Άγιο Όρος ο π. Γαβριήλ Διονυσιάτης. Διετέλεσε επί σειρά ετών ηγούμενος της Ι. Μ. Διονυσίου. Ήταν άνθρωπος κοσμημένος με πολλές αρετές. Και διακρινόταν για την σύνεση και την σοφία του. Έγραψε αρκετά βιβλία προς οικοδομή των πιστών πού κυριολεκτικά αποπνέουν «οσμήν ευωδίας πνευματικής». Σε ένα από αυτά διηγείται με απλά λόγια ένα περιστατικό, που το έζησε ο ίδιος: Tο 1916-17, γράφει, βρισκόταν στο Ορφάνι του Παγγαίου, υπεύθυνος σε ένα μετόχι της Μονής του. Στην περιοχή εκείνη στάθμευε τότε μία μεραρχία στρατού. Μια ομάδα αξιωματικών, μυημένοι στον πνευματισμό, συνήθιζαν να συγκεντρώνονται τα βράδια γύρω από ένα τραπέζι, και, με την μεσολάβηση ενός στρατιώτη-μέντιουμ, καλούσαν τα πνεύματα του βασιλέως Γεωργίου, του Τρικούπη και άλλων διασήμων νεκρών. Όταν το τραπεζάκι εκινείτο (σημείο ότι άρχισε η επικοινωνία με το «πνεύμα»!) έκαναν ερωτήσεις και εκ μέρους του «πνεύματος» απαντούσε ο στρατιώτης-μέντιουμ. Έτυχε ένα βράδυ σε μια τέτοια σύναξη, να παρευρίσκεται και ο π. Γαβριήλ. Κατάλαβε, ότι η όλη προσπάθεια ήταν επίκληση δαιμόνων. Όταν έφυγαν, βρήκε την ευκαιρία να κολλήσει κάτω από το τραπέζι δύο κεριά σε σχήμα Σ τ α υ ρ ο ύ. Όταν ξαναπήγαν και προσπάθησαν να επαναλάβουν την επίκληση των «πνευμάτων», δοκίμασαν οδυνηρή έκπληξη. Ενώ «καλούσαν» ώρα πολλή, το τραπεζάκι δεν εκινείτο από την θέση του και το «πνεύμα» δεν έκανε την εμφάνιση του. Άρχισαν να ερευνούν, μήπως κάποιος κάρφωσε το τραπέζι στο πάτωμα! Και ερευνώντας, ανακάλυψαν τον Σταυρό από κερί κάτω από το τραπέζι. -Το έκαμα, για να πεισθείτε ότι στην πράξη σας κρύβεται δαιμονική ενέργεια» τούς είπε ο π. Γαβριήλ. Δεν το παραδέχθηκαν. Και άρχισαν να αραδιάζουν διάφορες πνευματιστικές θεωρίες, ότι τάχα το κερί σαν ουσία είναι «δέκτης καλός» και συγκεντρώνει το... ρεύμα της επικοινωνίας κλπ. - Καλά, τους είπε τότε ο π. Γαβριήλ. Αφού φταίει το κερί, αφαιρέσατέ το. Αλλά να μου επιτρέψετε να κάμω κάτι άλλο. Και αφού άναψε το ένα κερί, σχημάτισε με τον καπνό ένα Σταυρό κάτω από το τραπέζι. Μετά τούς είπε, να κάμουν τις επικλήσεις τους. Άρχισαν αυτοί και πάλι να καλούν τα δαιμόνια. Αλλά το τραπεζάκι πάλι έμενε ακίνητο. Δεν γινόταν τίποτε. Αναγκάσθηκαν τότε εκ των πραγμάτων να παραδεχθούν, ότι δεν είχαν να κάμουν με επικοινωνία πνευμάτων νεκρών ανθρώπων, αλλά με τον διάβολο! Με εκείνον, πού «ως λέων ωρυόμενος περιπατεί ζητών, τίνα καταπίη», άλλά και που η δύναμή του και οι παγίδες του κυριολεκτικά συντρίβονται μπροστά στην δύναμη του Τιμίου Σταυρού. «φρίττει γάρ και τρέμει μή φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν».