Η περίπτωση προέρχεται από τη Ρόδο, ο μάρτυρας ονομάζεται Γιάννης Αλιστρατινός και ανήκει στο προσωπικό ασφαλείας νυκτερινής βάρδιας, στις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών Ρόδου. Κατά τις 3.30 τη νύχτα της 10/8/1994 καθώς έκανε τη συνηθισμένη επιτήρηση του στον αυλόγυρο των εγκαταστάσεων παρατήρησε ξαφνικά στον ουρανό ένα κόκκινο φως το οποίο αναβόσβηνε, πετούσε ακανόνιστα και έμοιαζε με παιδικό μπαλόνι που ο αέρας το πηγαίνει σε διάφορες απροσδιόριστες κατευθύνσεις. Καθώς το παρατηρούσε έκπληκτος σκέφτηκε ότι αυτό που παρατηρούσε δεν ήταν ούτε αεροπλάνο, ούτε ελικόπτερο. Καθώς έκανε αυτή τη σκέψη το ΑΤΙΑ άρχισε να κατευθύνεται με ίσια πορεία προς το μέρος του και σταμάτησε σε απόσταση περίπου 250 μέτρων και σε ύψος από το έδαφος 20-25 μέτρα. Από τα τρία φώτα που είχε, το ένα που ήταν ψηλά στη κορυφή ήταν κόκκινο και αναβόσβηνε ρυθμικά, το άλλο που ήταν στο κάτω μέρος ήταν κίτρινο προς πορτοκαλί, το τρίτο που δεν διέκρινε τη θέση του ήταν αρκετά εκτυφλωτικό. Καθώς παρατηρούσε το ΑΤΙΑ προσεκτικά σκέφτηκε μήπως ήταν ελικόπτερο αλλά η πλήρης απουσία ήχου δεν θεμελίωνε αυτή την άποψη. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε να αναβοσβήσει το φακό του, το έπραξε αμέσως, και τότε με μεγάλη του έκπληξη παρατήρησε ότι το ΑΤΙΑ απάντησε στο σήμα του, ανάβοντας και σβήνοντας μερικά από τα φώτα του. Ασυναίσθητα ένιωσε να τον κατακλύζουν συναισθήματα συγκίνησης, θαυμασμού και δέους. Καθώς σκέφτηκε ότι έπρεπε να τρέξει στη διπλανή εγκατάσταση για να φωνάξει τον άλλο φύλακα που ήταν εκεί για να παρατηρήσει και εκείνος αυτή τη πρωτόγνωρη σκηνή, το ΑΤΙΑ, ίσως να διάβασε τη σκέψη του, έσβησε απότομα όλα τα φώτα του. Όπως παρατήρησε ήταν ένας τεράστιος σκοτεινός όγκος σε σχήμα καμπάνας που στη μέση του υπήρχε ένα μικρό τριγωνικό παράθυρο που το έλουζε ένα απαλό κιτρινοπράσινο φως, το δε ύψος του ήταν 3 μέτρα και η διάμετρός του 8 μέτρα. Παρέμεινε σε αυτή τη θέση ακίνητο με σβηστά τα φώτα περίπου ένα λεπτό, όταν άρχισαν πάλι ξαφνικά να ανάβουν και να σβήνουν ρυθμικά τα φώτα του, κινήθηκε λίγο προς τα πίσω και παρέμεινε εκεί για λίγο διάστημα ακίνητο, μετά πήρε μία πλάγια κλίση και άρχισε σιγά – σιγά να απομακρύνεται προς τα ανατολικά του νησιού σαν σβούρα παιδικού παιχνιδιού. Όμως αυτή η πρωτόγνωρη εμπειρία του ήταν η απαρχή άλλων παράδοξων γεγονότων που παρατίθενται αμέσως παρακάτω. Μία εβδομάδα μετά την παραπάνω θέαση του ΑΤΙΑ, βράδυ στις 16/08/1994, καθώς αναχωρούσε για τη δουλειά του, αντίκρισε στο πεζοδρόμιο που είναι απέναντι από το σπίτι του δύο παράξενα άτομα, τα οποία ήταν όπως φαινόταν 45 μέχρι 50 ετών, τα οποία κάθονταν μέσα σʼ ένα βυσσινί αυτοκίνητο παλιού μοντέλου πιθανόν της δεκαετίας του 1950 με ξεθωριασμένες πινακίδες. Το πρόσωπο τους ήταν σκληρό, σαν να τους ήταν άγνωστο το χαμόγελο και τον κοιτούσαν έντονα. Ένιωσε ότι κάτι αφύσικο συμβαίνει με αυτά τα άτομα, τα οποία μοιάζανε τόσο πολύ μεταξύ τους σαν να ήταν δίδυμοι και φορούσαν μαύρα γυαλιά με πλαστικό σκελετό που τους κάλυπτε και τα μάτια από το πλάι. Τα μαλλιά τους ήταν γκρίζα κτενισμένα προς τα πίσω. Όμως, εκείνο που εντυπωσίασε περισσότερο τον μάρτυρα ήταν ότι φορούσαν δύο μαύρες μάλλινες μπλούζες ζιβάγκο, παρόλο που ήταν κατακαλόκαιρο. Με φαινομενική αδιαφορία πήρε το μηχανάκι και ξεκίνησε, αλλά σύντομα παρατήρησε ότι αυτοί οι παράξενοι άνθρωποι τον ακολουθούσαν. Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής του μέχρι τη λεωφόρο Ρόδου – Καλλιθέας, τον ακολουθούσαν, ώσπου έστριψαν αριστερά προς την αντίθετη κατεύθυνση η οποία πηγαίνει προς τη Ρόδο. Ο μάρτυρας, που είχε τρομοκρατηθεί από αυτό το γεγονός, συνέχισε τη πορεία του προσπαθώντας να ηρεμήσει, και η υπόλοιπη βραδιά κύλησε ήρεμα χωρίς να συμβεί τίποτε άλλο. Την επόμενη μέρα στις 10.40 περίπου, με νωπό ακόμα στη μνήμη του το χθεσινό γεγονός, ξεκίνησε για τη δουλειά του, με εύθυμη διάθεση γιατί όπως παρατήρησε οι «φίλοι» του ήταν άφαντοι. Όμως, όταν έφτασε στη λεωφόρο Ρόδου – Καλλιθέας τους αντίκρισε στο απέναντι πεζοδρόμιο και έστριψε βιαστικά με μεγάλη ταχύτητα και σοκαρισμένος προς τη λεωφόρο Καλλιθέας. Καθώς τον είχαν πλησιάσει αρκετά παρατήρησε ότι αυτή τη φορά φορούσαν μαύρο κοστούμι και γραβάτα. Καθώς σκεπτόταν ότι αυτοί μόλις τον είδαν μπήκαν στο αυτοκίνητό τους και τον ακολούθησαν, άκουσε μια έντονη βοή αυτοκινήτου και έστρεψε ξαφνικά το κεφάλι του προς τα πίσω. Αντίκρισε, με κομμένη την αναπνοή, ένα αυτοκίνητο να κατευθύνεται με υπερβολική ταχύτητα κατά πάνω του. Αστραπιαία σκέφτηκε ότι επιδιώκουν να τον σκοτώσουν, έκανε ένα πολύ επιδέξιο ελιγμό, απέφυγε τη σύγκρουση και παραλίγο από το δυνατό σοκ που έπαθε να πέσει στο έδαφος. Όμως για να συνέλθει από το σοκ που είχε υποστεί, γιατί έτρεμε ολόκληρος και η καρδιά του κτυπούσε δυνατά και γρήγορα, σταμάτησε στην άκρη του δρόμου. Ένιωθε αβοήθητος, τα νεύρα του σπασμένα και μία αόρατη απειλή να πλανάται γύρω του, χωρίς να γνωρίζει από πού εκπορεύεται. Με δυσκολία κατόρθωσε να φτάσει στη δουλειά του, όπου όλη τη νύχτα μαύρες σκέψεις τον βασάνιζαν κυρίως μήπως ήθελαν να τον σκοτώσουν, αλλά τελικά σκέφτηκε, ότι αν ήθελαν μπορούσαν να το κάνουν πολύ εύκολα αφού ο δρόμος ήταν ελεύθερος από αυτοκίνητα και δεν θα υπήρχε ούτε ένας μάρτυρας της δολοφονίας του. Επομένως, κατέληξε στο λογικό συμπέρασμα, ότι απλώς επεδίωξαν να τον τρομοκρατήσουν. Όμως ένα νέο περιστατικό που συνέβη, μετά από δύο ημέρες τον έκανε να αναρωτηθεί μήπως αυτά τα δύο άτομα δεν ήταν άνθρωποι. Εκείνη την ημέρα καθώς ήταν πάλι στην ίδια λεωφόρο που είχε γίνει το παραπάνω περιστατικό και μετέβαινε στη δουλειά του, άκουσε ξαφνικά το βουητό από μια μηχανή μεγάλου κυβισμού και όπως παρατήρησε από τον καθρέφτη του, ερχόταν απειλητικά καταπάνω του, με μεγάλη ταχύτητα, οπότε αναγκάστηκε να σταματήσει. Σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η μηχανή σταμάτησε δίπλα του και παρατήρησε ότι ήταν μία μαύρη μηχανή μεγάλου κυβισμού τύπου BMW παλιό μοντέλο, με ξεχωριστές μονοθέσιες σέλες και δύο εξατμίσεις. Οι επιβάτες της μηχανής ήταν τα δύο άγνωστα του άτομα, τα οποία κατέβηκαν από τη μηχανή και στάθηκαν απειλητικά δίπλα του. Όπως παρατήρησε το σώμα τους, σε σύγκριση με το πρόσωπό τους, ήταν πολύ πιο νεανικό και αθλητικό και φορούσαν καφέ σκούρες φόρμες με μακριά μανίκια, παρόλο που ήταν Αύγουστος, οι οποίες κάλυπταν όλο τους το σώμα. Ακόμα φορούσαν γυαλιά, παρόλο που ήταν νύχτα και αντί για παπούτσια φορούσαν στρατιωτικές αρβύλες. Ξαφνικά ο οδηγός της μηχανής άρχισε να παρατηρεί το μάρτυρα προσεχτικά και με τη βραχνή φωνή του, τον ρώτησε : - Τι είσαι; Όταν αυτός του απάντησε, φύλακας, τον κοίταξε με απορία σαν να μην ήξερε τι σημαίνει αυτή η λέξη, και ξαναρώτησε - Τώρα που πηγαίνεις; - Στις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών όπου εργάζομαι. Απορημένος ο ΜΙΒ τον ρώτησε ξανά : - Τι κάνεις στις εγκαταστάσεις πετρελαιοειδών; Ο μάρτυρας που είχε ήδη αρχίσει να διακατέχεται από νευρικότητα άρχισε να ουρλιάζει και να τους ρωτάει : - Μα τι θέλετε επιτέλους από μένα; Αντί να του απαντήσουν, στο πρόσωπό τους απλώθηκε ένα ειρωνικό χαμόγελο, ανέβηκαν στη μηχανή και σπινάροντας ο οδηγός της, εξαφανίστηκαν σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Αυτό το περιστατικό προβλημάτισε τόσο πολύ τον μάρτυρα που σκέφτηκε αρχικά να μεταβεί στην αστυνομία και να καταγγείλει τα παραπάνω γεγονότα με τους ΜΙΒ. Όταν όμως σκέφτηκε ότι έπρεπε να τους αποκαλύψει ότι όλα τα παραπάνω συνέβησαν μετά τη θέαση ενός ΑΤΙΑ, φοβήθηκε ότι δεν θα τον πίστευαν και πιθανόν να τον κορόιδευαν. Γιʼ αυτό μετά από πιο ώριμη σκέψη αποφάσισε να τους αντιμετωπίσει, με όποιο τρόπο μπορούσε μόνος του. Όμως από τότε δεν τους συνάντησε άλλη φορά, αλλά επί μία εβδομάδα μετά το τελευταίο περιστατικό διακατεχόταν από μία αόρατη απειλή , γιατί όποτε κτυπούσε και σήκωνε το ακουστικό άκουγε μια βαριά ανάσα, που πιστεύει, δικαιολογημένα βέβαια, ότι ήταν δική τους.