Η ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΜΙΝΩΙΚΗΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ
Ημερομηνία: 13/07/2007
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: http://www.nea-acropoli-thes.gr/thread.php?lng=gr&pg=766&fid=1&cat=5
Μια νέα έρευνα διαπιστώνει ότι οι Μινωίτες κατασκεύαζαν πριν από χιλιάδες χρόνια αντισεισμικά πολυώροφα κτίρια με πολλαπλά και τεράστια ανοίγματα και με ψηλές και μεγάλες αίθουσες, δομικό σύστημα το οποίο παραπέμπει στον 20ό αιώνα
Βαθυκόκκινες κολόνες, όρθιες ανάμεσα σε ερείπια. Σαφείς γεωμετρικές μορφές, πέτρα και οπλισμένο σκυρόδεμα για ένα κτίσμα που έρχεται από τη Μινωική εποχή, δηλαδή πριν από χιλιάδες χρόνια. Και μια εικόνα η οποία ταυτίζεται με έναν από τους γνωστότερους αρχαιολογικούς χώρους στον κόσμο: την Κνωσό. Απορία πρώτη: Ποια σχέση έχει αυτή η εικόνα του 2007 μ.Χ. με εκείνη του 2000-1350 π.Χ. όταν ήκμασε η Κνωσός; Απορία δεύτερη: Ποια σχέση έχει η εικόνα των ανακτόρων την οποία «κατασκεύασε» στις αρχές του 20ού αιώνα ο Εβανς με αυτήν που αντικρίζουν οι επισκέπτες στις αρχές του 21ου; Και τελευταία: Διέθεταν μπετόν αρμέ οι Μινωίτες; Η αναδίφηση του παρελθόντος καθώς και η ανασύνθεσή του μέσα από σπαράγματα, παρ' ότι υποστηρίζεται από την επιστήμη, είναι πάντα μια παρακινδυνευμένη υπόθεση. Η «προσέγγιση» αναδεικνύεται έτσι ως η λέξη-κλειδί αντί της επιθυμούμενης «βεβαιότητας». Όσο για τις τολμηρές λύσεις, γρήγορα μπορεί να ανατραπούν και να χαρακτηριστούν όχι απλώς παρωχημένες αλλά και επιζήμιες για τις αρχαιότητες. Όπως στην περίπτωση της Κνωσού. Όχι, λοιπόν, οι άνθρωποι της Μινωικής εποχής δεν είχαν στη διάθεσή τους οπλισμένο σκυρόδεμα. Και όμως...
Κατασκεύαζαν πολυώροφα κτίρια με πολλαπλά και τεράστια ανοίγματα - θύρες ή παράθυρα- και με αίθουσες μεγάλου ύψους και σημαντικών διαστάσεων. Έκλειναν ή άνοιγαν φεγγίτες. Ενοποιούσαν ή απομόνωναν χώρους. Και το κυριότερο: δημιουργούσαν δομές με αντίσταση στους σεισμούς. Όλα αυτά τα ζηλευτά, ακόμη και από τη σύγχρονη αρχιτεκτονική, συνέβαιναν πριν από μερικές χιλιάδες χρόνια στη μινωική Κρήτη. Όταν οι Μινωίτες έχτιζαν τα ανάκτορά τους, τις επαύλεις και τις οικίες τους με τρόπο ασφαλή και καλαίσθητο. Με μια αρχιτεκτονική η οποία σήμερα χαρακτηρίζεται μοναδική και πρωτότυπη. Το μυστικό τους; Το ξύλο.
«Το ξύλο χρησιμοποιήθηκε στη μινωική αρχιτεκτονική ως φέρων οργανισμός των κτιρίων και το γεγονός αυτό αποτέλεσε μια επανάσταση για την Προϊστορική εποχή» αναφέρει η πολιτικός μηχανικός κυρία Ελευθερία Τσακανίκα, λέκτορας στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Πολυτεχνείου, η οποία στη διδακτορική διατριβή της ερευνά τον «Δομικό ρόλο του ξύλου στα ανακτορικού τύπου κτίρια της μινωικής Κρήτης». Για την ακρίβεια «η μινωική αρχιτεκτονική βασίστηκε σε ένα σύστημα μεικτό στο οποίο συνεργάζονταν η πέτρα και το ξύλο, με κύριο όμως φέρον στοιχείο στην πλειονότητα των περιπτώσεων το δεύτερο», όπως επισημαίνει η ίδια.
Πού χρησιμοποιούσαν ξύλο οι Μινωίτες; Όπου ο ρόλος της μεταφοράς φορτίων ήταν κρίσιμος, είναι η απάντηση. Δηλαδή στα κατακόρυφα φέροντα στοιχεία, όπως είναι οι πεσσοί και η τοιχοποιία. «Η χρήση ξύλινων πεσσών αντί λαξευτών τρισδιάστατων ξύλινων πλαισίων γύρω από τα ανοίγματα των τεράστιων παραθύρων και κυρίως των πολυθύρων υπαγορεύθηκε από την ανάγκη έκφρασης μιας πολυώροφης διάτρητης αρχιτεκτονικής, εντυπωσιακής και μοντέρνας, με πολλά ανοίγματα όχι μόνο στους ορόφους αλλά κυρίως στο ισόγειο, σε μια έντονα σεισμογενή περιοχή» παρατηρεί η κυρία Τσακανίκα. Και το συμπέρασμα είναι ότι η μινωική αρχιτεκτονική χαρακτηρίζεται από δομικό σύστημα το οποίο παραπέμπει στον 20ό αιώνα!
«Το εντυπωσιακό είναι ότι τεχνικοί και όχι απλοί τεχνίτες της Μινωικής εποχής ήταν αυτοί που επινόησαν ένα ιδιαιτέρως τυποποιημένο δομικό σύστημα, το "πολύθυρο", το οποίο με διάφορες παραλλαγές μπορεί να δώσει μεγάλη ποικιλία φορέων, κτιρίων και χώρων με τολμηρές κατασκευαστικές λύσεις» σημειώνει η κυρία Τσακανίκα. Στη 2η χιλιετία π.Χ. αυτοί οι τεχνικοί εφάρμοσαν με επιτυχία ένα δομικό σύστημα που - για πολλούς αιώνες στη συνέχεια - οι κατοπινοί συνάδελφοί τους δεν θα μπορούσαν να διανοηθούν: πολλαπλά ανοίγματα στο ισόγειο, κάτι που και σήμερα ακόμη οι αρχιτέκτονες αποφεύγουν προτιμώντας συμπαγείς όγκους. Εκεί δηλαδή που άλλοι πολιτισμοί προσθέτουν μάζα για να στηρίξουν το πολύ δύο ορόφους, οι Μινωίτες αφαιρούσαν για να στηρίξουν ως και τέσσερις!
«Τα παράθυρα αποτελούν τη μεγάλη καινοτομία του Μινωικού πολιτισμού, που εγκαταλείποντας τα σκοτεινά οικοδομήματα της Ανατολής ανοίγουν τον δρόμο για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική του δυτικού κόσμου» τονίζει χαρακτηριστικά η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου αρχιτέκτων κυρία Κλαίρη Παλυβού, πρωτοπόρος στην έρευνα της προϊστορικής αρχιτεκτονικής και της χρήσης του ξύλου στο Αιγαίο.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η ανέγερση του ορόφου στα μινωικά κτίρια, όπου ακόμη μία θεωρία ανατρέπεται. «Η χρήση ωμοπλινθοδομής στον όροφο των ανακτόρων, κάτι το οποίο υποστηρίζεται από την πλειοψηφία των μελετητών, δεν είναι τόσο προφανής» λέει η κυρία Τσακανίκα. Και επεξηγεί ότι στα μινωικά κτίρια η μείωση των φορτίων στους άνω ορόφους επιτυγχανόταν με τη γενικευμένη χρήση του ξύλου είτε ως ενίσχυση των τοίχων είτε ως μεμονωμένα κατακόρυφα κύρια φέροντα στοιχεία (πεσσοί και κίονες) είτε ως συστήματα πλαισίων (πολύθυρα, θύρες και παράθυρα) τα οποία υποκαθιστούσαν τις μεγάλες μάζες από συμπαγείς τοιχοδομές.
Χαρακτηριστική της σημασίας αυτών των επιτευγμάτων είναι η παρατήρηση της ιδίας ότι «αυτή η αρχιτεκτονική δεν ξαναεμφανίστηκε και δεν προϋπήρξε». Ήταν ένα σύστημα που δεν είχε προηγούμενο αλλά και δεν επαναλήφθηκε στη συνέχεια. Μάλιστα δεν είχε καν συνειδητοποιηθεί ως σήμερα. Ίσως γιατί οι ανασκαφείς και οι μελετητές της Προϊστορικής εποχής ήταν στην πλειονότητά τους επηρεασμένοι από άλλα πρότυπα, κυρίως από την εντελώς διαφορετική αρχιτεκτονική της κλασικής αρχαιότητας.
«Δεν ήταν εξοικειωμένοι με τα ξύλινα συστήματα ενίσχυσης των τοίχων και έτσι στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν κατόρθωσαν να αναγνωρίσουν τον δομικό ρόλο των εγκιβωτισμένων ξύλινων στοιχείων που ανακάλυπταν στις τοιχοποιίες, καθώς και τον εξέχοντα ρόλο του ξύλου στη διαμόρφωση του φέροντα οργανισμού των κτιρίων αυτής της εποχής» τονίζει η κυρία Τσακανίκα.
Κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. και παρ' ότι είχαν περάσει περίπου δύο χιλιετίες μετά τη Μινωική εποχή, ο Πλίνιος αναφέρει πως η Κρήτη ήταν η χώρα του κυπαρισσιού (όπως αντίστοιχα ο Λίβανος του κέδρου). Το κυπαρίσσι πρέπει να ήταν το συνηθέστερο είδος δέντρου στο νησί, γεγονός που αποδεικνύεται και από τη χρήση του στη ναυπηγική.
Άλλωστε έχουν βρεθεί στοιχεία και για εξαγωγή του από την Κρήτη, όπως προκύπτει από αιγυπτιακά αρχεία όπου αναφέρεται μεταφορά ξύλου με καράβια στην Αίγυπτο από τους Κεφτιού, που θεωρείται ότι ήταν οι Κρήτες.
«Η χρήση του κυπαρισσιού έχει καταγραφεί σε διάφορα μινωικά κτίρια» συνεχίζει η κυρία Τσακανίκα. «Έχει πιστοποιηθεί στην Κνωσό, ύστερα από αναλύσεις που έγιναν σε υπολείμματα ξύλων μεγάλων διατομών τα οποία βρέθηκαν στο Μεγάλο Κλιμακοστάσιο, επίσης στα Μάλια όπου βρέθηκαν απανθρακωμένα υπολείμματα κιόνων από κυπαρίσσι, στο νέο ανάκτορο της Φαιστού αλλά και σε άλλες αρχαιολογικές θέσεις» καταλήγει.
Μπορεί να φαίνεται περίεργο, όμως οι σεισμοί είτε ως αποκλειστικό αίτιο είτε σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες υπήρξαν καθοριστικός λόγος για την εξέλιξη της μινωικής αρχιτεκτονικής.
«Αποτέλεσμα μιας συγκυρίας καταστάσεων και παραγόντων υπήρξε η μινωική αρχιτεκτονική, στην οποία μπορεί να συνετέλεσε και η μακρά ειρηνική περίοδος που φαίνεται ότι βίωσε η Κρήτη» λέει η κυρία Ελευθερία Τσακανίκα. Παράλληλα η υψηλή ναυπηγική τέχνη δάνεισε τις τεχνικές της από τα καράβια στα κτίρια, έτσι η τεχνογνωσία ήταν έτοιμη.
Μια κοινωνία λοιπόν η οποία βιώνει διαρκώς την εμπειρία των σεισμών οδηγείται, όπως έχει αποδειχθεί άλλωστε και στην περίπτωση του Ακρωτηρίου της Θήρας από τις μελέτες του καθηγητή Αρχαιολογίας κ. Χρίστου Ντούμα, σε ένα είδος αντισεισμικής πολιτικής η οποία κατά κύριο λόγο εκφράζεται στον τρόπο δόμησης των κτιρίων.
«Η αντισεισμικότητα του μινωικού δομικού συστήματος οφείλεται στην πολύ μεγάλη χρήση του ξύλου είτε ως ύλη με εξαιρετική αντοχή στον εφελκυσμό είτε ως κύριο φέρον στοιχείο δομικών συστημάτων, μέσω των οποίων μειώνονται σημαντικά οι μάζες των τοίχων και οι αδρανειακές δυνάμεις όχι μόνο στους ορόφους αλλά και στο ισόγειο» διευκρινίζει η μελετήτρια της Κνωσού. Προσθέτει μάλιστα ότι τα ισχυρά ξύλινα συστήματα που χρησιμοποίησαν οι Μινωίτες παρουσιάζουν μεγάλη δυνατότητα παραλαβής των παραμορφώσεων χωρίς να καταρρέουν εύκολα, συγκρατώντας παράλληλα την υπερκείμενη τοιχοποιία και τα πατώματα. Οι βλάβες από έναν σεισμό περιορίζονταν έτσι, αλλά και η αποκατάστασή τους ήταν ευκολότερη.
Όπως αναφέρει η κυρία Τσακανίκα, αυτή η υψηλότατη τεχνογνωσία κατασκευής των νέων ανακτόρων και επαύλεων, που χαρακτηρίζει τη Νεοανακτορική περίοδο στην Κρήτη, θα πρέπει να προήλθε από παλαιότερη εμπειρία και να εμπλουτίστηκε από τις συχνές σεισμικές δονήσεις. «Τα μινωικά κτίρια παρουσιάζουν υψηλότερο βαθμό αρχικού σχεδιασμού και όχι μιαν άτακτη και τυχαία λαβυρινθώδη διάταξη των χώρων, όπως εκφράστηκε στο παρελθόν από αρκετούς μελετητές» καταλήγει.
Η πραγματική εικόνα των ανακτόρων της Κνωσού είναι προφανώς χαμένη στον χρόνο. Και το βέβαιο είναι ότι ούτε η εικόνα στην οποία κατέληξε ο ανασκαφέας και αναστηλωτής του μεγαλύτερου μινωικού κέντρου, Αρθουρ Εβανς, ανταποκρίνεται στην αληθινή. Το μέγα λάθος που προσάπτεται σε αυτόν τον μεγάλο επιστήμονα είναι η αυξημένη χρήση μπετόν, εκεί όπου οι Μινωίτες είχαν χρησιμοποιήσει το ξύλο. Με συνέπειες τόσο για την επιστημονική μελέτη όσο και αισθητικές φυσικά.
«Κατά τη διάρκεια της μελέτης των δομικών συστημάτων της Κνωσού διαπιστώθηκε ότι τελικά η χρήση οπλισμένου σκυροδέματος είναι αρκετά περιορισμένη» λέει αντιθέτως η κυρία Ελευθερία Τσακανίκα. Ωστόσο ελάχιστοι επισκέπτες της Κνωσού - και σίγουρα εφ' όσον είναι ειδικοί - μπορεί να το αντιληφθούν σήμερα αυτό. Γιατί ακόμη και όπου δεν χρησιμοποιήθηκε μπετόν για να «γεμίσει» τα κενά που είχαν αφήσει τα ξύλα, επιλέχθηκε η λύση της πέτρας καλυμμένης με τσιμεντοειδές επίχρισμα.
«Ένας σπάνια βροχερός χειμώνας είχε αποτέλεσμα την αστοχία των ξύλινων υποστυλώσεων του 2ου πλατύσκαλου του Μεγάλου Κλιμακοστασίου, λόγω σήψης των ξύλων... Αποφασίστηκε η ανακατασκευή των αρχικών ξύλινων κιόνων με πέτρα και επίχρισμα και των κυρίων δοκών με μεταλλικές» καταγράφει στις ανασκαφικές εκθέσεις του ο ίδιος ο Εβανς το 1905. Και έτσι δικαιολογεί κατά κάποιον τρόπο την επιλογή του, η οποία όμως απομάκρυνε αισθητά την εικόνα της Κνωσού από την αρχική της μορφή.
Και η συνέχεια άλλωστε υπήρξε μια σκηνοθεσία: επάνω στο μπετόν και στα τσιμεντένια επιχρίσματα «ζωγραφίστηκε» το ξύλο αποδιδόμενο με κάθετες γραμμές. Χωρίς να αποφευχθεί και ένα μεγάλο λάθος, το οποίο επισήμανε κατά τη μελέτη της η κυρία Τσακανίκα. Ότι οι πεσσοί του ανακτόρου ήταν και αυτοί ξύλινοι και όχι λίθινοι όπως τους υποδήλωσε ο Εβανς. Πολλά όμως έχουν αλλάξει και από αυτήν την αναστήλωση των αρχών του 20ού αιώνα, μάλιστα άγνωστο από ποιους και πότε.
Αν πολλοί είναι εκείνοι σήμερα που καταλογίζουν ευθύνες στον Εβανς για τη δημιουργία μιας πλασματικής εικόνας με τρόπους και μέσα τα οποία απορρίπτονται από τη σύγχρονη επιστήμη και από τις αρχές που έχουν τεθεί ως προς τις αναστηλώσεις μνημείων, δεν μπορεί να μην αναγνωριστούν και τα ελαφρυντικά του. Τις περιορισμένες δυνατότητες που παρέχονταν στην εποχή του, ακόμη και την εντελώς διαφορετική άποψη προσέγγισης των μνημείων. Άλλωστε η αναγνώριση διεθνώς του Μινωικού πολιτισμού οφείλει πολλά στην Κνωσό του Εβανς.
Το ΒΗΜΑ, 25/03/2007, Μαρία Θερμού
0 Σχόλια: