Το έτος 1832 μάστιζε φοβερή θανατηφόρος αρρώστια, η πανώλης, τον πληθυσμό της Μυτιλήνης. Οι θάνατοι κάθε μέρα γινότανε και περισσότεροι. Οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους και να σκορπιστούν στους γύρω λόφους ελπίζοντας ότι έτσι θα αποφύγουν τη μετάδοση της αρρώστιας. Και οι αρχές της πόλεως αφήκαν τα γραφεία τους στην πόλη και κατέφυγαν και αυτές στα βουνά. Όλα τα μέτρα όμως πού έπαιρναν, ήταν ανίσχυρα να σταματήσουν την αρρώστια και το θάνατο. Ή κυβέρνηση έστειλε συνεργεία γιατρών από την Κωνσταντινούπολη και φάρμακα, πού πάλι δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Άλλα ό,τι δεν κατόρθωσαν οι ανθρώπινες προσπάθειες, το έκαμε η χάρη του Θεού με τις προσευχές του άγιου Θεοδώρου. Σ' αυτές τις κρίσιμες μέρες και μάλιστα τη νύχτα της Παρασκευής της α' εβδομάδας των Νηστειών, φανερώθηκε ο άγιος στον τότε Πρωτοσύγκελο Καλλίνικο, τον μετέπειτα Μητροπολίτη Μυτιλήνης και αργότερα Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, και του παρήγγειλε να ειπεί στο Μητροπολίτη να μαζέψει τους χριστιανούς από τις έξοχες, οπού είχαν καταφύγει, να κάνουν αγρυπνία στο Μητροπολιτικό ναό και να βγάλουν και το λείψανο του από την κρύπτη του ναού. Ό Πρωτοσύγκελος δεν έδωσε σημασία στο όνειρο, άλλα μετά από μια εβδομάδα, και πάλι νύκτα της Παρασκευής, βλέπει το ίδιο όνειρο ζωηρότερα, και αυστηρότερον τον άγιο. Αμέσως αυτή τη φορά έτρεξε και ανακοίνωσε στο Μητροπολίτη την εντολή του αγίου. Ό Μητροπολίτης αμέσως συνάντησε τον Τούρκο Διοικητή και του ζήτησε την αδεία να επιτρέψει να ειδοποιήσει με κάθε μέσο τους χριστιανούς, να έλθουν στο ναό και να παρακαλέσουν όλοι τον Θεό να σωθούν απʼ την αρρώστια. Οι Τούρκοι γιατροί, πού ήρθαν απʼ την Κωνσταντινούπολη, αντέδρασαν. Δεν ήθελαν να γίνει συγκέντρωση από φόβο να μη μεταδοθεί ή αρρώστια περισσότερο. Όμως ο Διοικητής βλέποντας ότι ο κόσμος πέθαινε, παρ' όλα τα μέτρα πού είχαν πάρει οι γιατροί, έστω και αν είχαν απομακρυνθεί από τα σπίτια τους οι κάτοικοι, έδωκε την άδεια για συγκέντρωση και αγρυπνία. Όλοι οι χριστιανοί με πίστη και ελπίδα έτρεξαν στο ναό, πού γέμισε μέσα, έξω και τους γύρω δρόμους. Έκλαψαν, παρακάλεσαν το Θεό, και ζήτησαν και τη βοήθεια του αγίου, πού έμαθαν ότι φανερώθηκε με όνειρο στον Πρωτοσύγκελο. Ξημέρωσε και προσευχότανε. Τις πρωινές ώρες ο Μητροπολίτης και ο Πρωτοσύγκελος κατέβηκαν στην κρύπτη του ναού, έβγαλαν με ευλάβεια το λείψανο του άγιου Θεοδώρου και έκαμαν μια σύντομη λιτανεία γύρω στο ναό. Από εκείνη την ώρα δεν πέθανε κανείς Χριστιανός ή Τούρκος από την πανώλη. Ή πόλη ονόμασε τον άγιο Θεόδωρο «Πολιούχο», δηλαδή προστάτη της πόλεως και του νησιού μας. Τούρκοι και Έλληνες με κάθε τρόπο ομολογούσαν το θαύμα και φανέρωναν την ευγνωμοσύνη τους στο Θεό και τον προστάτη άγιο.