Βρισκόμουν στο βουνό με τη δική μου παρέα πια, ξανά μετά από καιρό. Κανένας στη παρέα αυτή – εκτός από τον Α.Π. και εμένα – δεν είχε ανέβει ποτέ στη σπηλιά ούτε μέρα, ούτε νύχτα. Ήταν όλοι τους πολύ ενθουσιασμένοι που είδαν από κοντά τη σπηλιά των ανεξήγητων φαινομένων και μπορώ να πω ότι υπήρχε γενικά η διάθεση να μεγαλοποιούν απλά πράγματα, όπως τα πουλιά που ακούγονται από τα δέντρα. Φυσικά έπρεπε να επέμβω και να τους πώς να μην κυνηγάνε να σκοτώσουν τους ανεμόμυλους γιατί οι καημένοι δεν πείραξαν κανέναν… Αφού τους «έκοψα τα φτερά» (ήταν εμφανώς απογοητευμένοι…), σκεφτήκαμε με τον Α.Π. να τους φτιάξουμε λίγο το κέφι, έτσι πήγαμε και πήραμε φαγητό για ένα μεταμεσονύχτιο πικ-νικ, στην αρχή του χωματόδρομου για τη σπηλιά. Καθόμασταν μέσα στο αυτοκίνητο, του οποίου το μπροστινό μέρος βρισκόταν σε μια μικρή κατωφέρεια. Ο Α.Π. άνοιξε τη πόρτα του οδηγού γιατί από το φαγητό και τα γέλια είχαν θαμπώσει τα τζάμια και επιπλέον, θέλαμε να έχουμε το νου μας. Η πόρτα του οδηγού πάντα όταν άνοιγε στο τέρμα της, κόλλαγε και χρειαζόταν αρκετή δύναμη για να κλείσει ξανά. Λόγω της βαρύτητας και της κλίσης του εδάφους, η απαιτούμενη δύναμη για να κλείσει η πόρτα ήταν ακόμα μεγαλύτερη απʼ όσο συνήθως. Καθώς η βραδιά περνούσε με αστεία και πειράγματα μεταξύ μας, τίποτα δεν μπορούσε να μας προετοιμάσει γιʼ αυτό που συνέβη. Με ένα δυνατό θόρυβο και πολλή δύναμη, η πόρτα του οδηγού έκλεισε πολύ απότομα, τόσο που μας πάγωσε το αίμα. Όλοι νιώσαμε αδύναμοι και μικροί, σκεπτόμενοι πως ίσως, κάποια αόρατη δύναμη την είχε σπρώξει με τόση βία και ήταν απλώς μια προειδοποίηση… Ήταν κάτι το οποίο δεν περιμέναμε να συμβεί… Σταματήσαμε όλοι για να ακούσουμε το παραμικρό. Ακουγόταν μονάχα ένα βουητό στʼ αυτιά μας, από τη ξαφνική ησυχία. Το ένα χέρι του Α.Π. που καθόταν στη θέση του οδηγού ήταν πάνω στο τιμόνι και το άλλο κρατούσε… μια πατάτα… Ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να μας κάνει πλάκα αλλά και αυτός ήταν ακίνητος και φοβισμένος όσο όλοι οι υπόλοιποι. Άλλωστε μέσα στο αυτοκίνητο υπήρχαν πέντε ζευγάρια μάτια, άρα… κάποιος θα τον είχε δει αν το έκανε αυτός. Άνοιξα το παράθυρο και έβγαλα το χέρι μου έξω από το παράθυρο. Δεν φύσαγε καθόλου… Δεν ακούγονταν ούτε τα πουλιά και υπήρχε απόλυτη ησυχία. Με μια ματιά συμφωνήσαμε όλοι πως ήταν ώρα να γυρίσουμε στα σπίτια μας. Καθώς ξεκινήσαμε να κατηφορίζουμε προς τα φώτα της πόλης, κάποιος έκανε την αρχή και μας έπιασε όλους μαζί ένα νευρικό γέλιο βγαλμένο από κωμωδία…