Το φέραμε όλοι βαρέως, το ότι είχαμε δειλιάσει, και έτσι ξαναπήγαμε λίγες ημέρες αργότερα, αποφασισμένοι να αντιμετωπίσουμε παλικαρίσια τα… όποια τέρατα! Τη δεύτερη φορά δεν κάναμε πίσω και ερευνήσαμε κανονικά τη σπηλιά, αλλά δεν βρήκαμε κανένα τέρας, ούτε καν ένα τόσο δα μικρούτσικο, μόνο εκείνο το σκύλο. Ήταν ένας συμπαθέστατος σκύλος που, για κάποιο δικό του λόγο, είχε πάρει το αυτοκίνητό μας από πίσω από τη Παλιά Πεντέλη, ακολουθώντας το για χιλιόμετρα ως τη σπηλιά. Εκεί είχε μείνει μαζί μας όλη μέρα ως το βράδυ – είχαμε ξεκινήσει από πολύ νωρίς – έφαγε ότι σάντουιτς και φαγώσιμα είχαμε μαζί μας και μας ακολούθησε και μέσα στη σπηλιά. Η σπηλιά ήταν γεμάτη καπνούς – παρέμεινε έτσι για μήνες – αν και έξω φυσούσε δαιμονισμένος άνεμος. Ίσως γιατί οι καπνοί δεν μας επέτρεπαν να το δούμε και, μάλλον, ούτε και εκείνο να δει εμάς. Κάναμε κάποια απλά πράγματα, δε θυμάμαι τι ακριβώς, και γύρω στη μία με δύο το πρωί, πήραμε το δρόμο του γυρισμού. Για ποικιλία, αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε τον άλλο δρόμο, εκείνον που συνεχίζει μετά τη σπηλιά και κάνει ένα γύρω πάνω της πριν ξαναβγεί στον ασφαλτόδρομο. Σε ένα σημείο της διαδρομής υπήρχε ένα πολύ μεγάλο οίκημα σαν εργοστάσιο, ίσως κοινό απομεινάρι από τα παλιά νταμάρια ή και ο χώρος μετατροπής της λατύπης σε κατακρημνισμένο ασβέστιο (PCC), ένα θέμα που είδαμε όταν μιλήσαμε για τις «λίμνες» της άσπρης λάσπης (Σημ. Aragorn : Δείτε εδώ : http://www.paranormap.net/index.php?module=vash&id=2594). Μια τεράστια πόρτα πλάτους πολλών μέτρων έχασκε ορθάνοιχτη στην πρόσοψή του. Μέσα επικρατούσε απόλυτο σκοτάδι… Όπως προανέφερα, φυσούσε δαιμονισμένα εκείνο το βράδυ και η νύχτα ήταν αρκετά παράξενη και απόκοσμη από πολλές απόψεις, αλλά τίποτα που δεν θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε στη φαντασία μας. Άλλωστε οι παράξενες νύχτες ήταν πολύ συνηθισμένες στη περιοχή. Περνούσαμε μπροστά από το οίκημα όταν ακούστηκε ένας δυνατός πάταγος, ένα εκκωφαντικό «ντόιννν», σαν από μεγάλη λαμαρίνα που λύγιζε και ίσιωνε απότομα. Κοιτάξαμε, δεν είδαμε τίποτε, το αποδώσαμε στον άνεμο και σε κάποια χαλαρή λαμαρίνα του οικήματος και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Εδώ που τα λέμε, δεν είχαμε πια και ιδιαίτερη διάθεση για έρευνες μετά από τόσες ώρες. Οι άλλοι είχαν ήδη απομακρυνθεί μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα, αλλά εγώ είχα κοντοσταθεί πίσω μαζί με το σκύλο, παρατηρώντας τις αντιδράσεις του, που είναι ένας καλός οδηγός σʼ αυτές τις περιπτώσεις. Δεν είχε δείξει να φοβάται μʼ εκείνο το δυνατό θόρυβο, αλλά λίγα βήματα πιο πέρα, σταμάτησε απότομα, τέντωσε τα αυτιά του… και όρμησε τρέχοντας και γαβγίζοντας άγρια προς το σκοτεινό εσωτερικό του οικήματος. Προφανώς κάτι είχε δει, αλλά με πιθανότερες εκδοχές, κάποιο ποντίκι ή καμιά αλεπού, από τις οποίες ζουν αρκετές στη περιοχή. Άκουγα τα γαβγίσματά του να συνεχίζονται μέσα στο κτίριο. Φώναξα στους άλλους να σταματήσουν, αλλά με την απόσταση και τον αέρα δεν με άκουσαν. Στάθηκα για μερικές στιγμές, αναποφάσιστος. Δεν είχα ιδιαίτερη διάθεση να μπω σʼ εκείνο το τεράστιο θεοσκότεινο κτίριο χωρίς να το ξέρουν οι άλλοι, αλλά και δεν ήθελα νʼ αφήσω το φιλικό σκύλο απροστάτευτο σʼ εκείνη τη περίεργη νύχτα. Τελικά συμβιβάστηκα με τη σκέψη : Αν ακούσω γαυγίσματα πόνου ή φόβου, θα μπω να δω τι συμβαίνει, αν όχι θα συνεχίσω προς τους άλλους… Τα γαυγίσματα του σκύλου συνεχίζονταν κανονικά, αλλά δεν έδειχναν να συμβαίνει κάτι οδυνηρό ή το επίφοβο, απλώς γάβγιζε σαν σκύλος που είχε εντοπίσει κάτι με σκυλίσιο ενδιαφέρον. Έτσι συνέχισα προς τους άλλους που ήδη με περίμεναν στα αυτοκίνητα. Χωρίς ο σκύλος να ξαναφανεί, πήραμε το δρόμο πίσω για την Αθήνα. Στη διαδρομή αφηγήθηκα στους άλλους το περιστατικό οπότε η Σάρα μου είπε : «Α… δεν ήταν τίποτα. Εγώ είδα τι είχε δει ο σκύλος. Είχε δει άλλα δύο σκυλιά μέσα στο εργοστάσιο και έτρεξε να τα βρει.» «Που τα είδες τα σκυλιά μέσα στο σκοτάδι;» «Δεν είδα τα ίδια, αλλά είδα τα μάτια τους που έλαμπαν έντονα. Θα πρέπει να ήταν μεγάλα ζώα, κρίνοντας από το μέγεθος των ματιών και την απόσταση. Και μάλιστα θα πρέπει να ήταν ανεβασμένα κάπου, γιατί τα μάτια ήταν σε ύψος πάνω από δύο μέτρα.» Της έβαλα τις φωνές γιατί δεν μας το είπε αμέσως εκείνη τη στιγμή (Σημ. Aragorn : Γυναίκες!), εξηγώντας ότι δεν μπορεί να ήταν μάτια σκύλων αυτά που έλαμπαν, ιδίως όταν τα σκυλιά αποφεύγουν να σκαρφαλώνουν ψηλά. Εντάξει, τα μάτια μερικών σκύλων – όχι όλων – λάμπουν χάρη στο tapetum lucidum (φυσική επίστρωση που ενισχύει το φως και βοηθά να βλέπουν καλύτερα στο σκοτάδι) που διαθέτουν, αλλά πολύ λιγότερο από εκείνα της γάτας. Και δεν λάμπουν ποτέ σε σχεδόν απόλυτο σκοτάδι, στα βάθη ενός κτιρίου, και μακριά και από το φως των άστρων. Και επιπλέον δεν θα καθόταν βουβά και σχεδόν ακίνητα – ώστε να συνεχίζει να βλέπει τα μάτια τους – για όση ώρα ένας άλλος σκύλος έτρεχε γαβγίζοντας προς το μέρος τους. Εξάλλου, ακόμη και αν δεχτούμε ότι τα μάτια έλαμπαν χάρη σε κάποια αντανάκλαση, η λάμψη τους θα έπρεπε να είχε χαθεί σχεδόν αμέσως, τόσο με τις δικές τους μικροκινήσεις όσο και με εκείνες της Σάρας, που βάδιζε κάθετα προς τον άξονά τους. Ήταν αργά για να γυρίσουμε πίσω. Ό, τι και αν ήταν, πάντως, εκείνα τα μάτια, έχω την αίσθηση ότι δεν ήταν τίποτε το εχθρικό για το σκύλο. Θα έλεγα, ίσως πιο φιλικό από άλλους σκύλους.