Ένα Σάββατο, αρχές Ιουνίου [1988;] απόγευμα, καθώς βαδίζαμε προς τη σπηλιά, είδαμε να κάθονται στα βράχια, έξω από την είσοδο δύο παιδιά. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι 15-17 χρονών. Ήταν ημίγυμνα και όταν μας είδαν να πλησιάζουμε προφανώς τρόμαξαν και απομακρύνθηκαν. Σε λίγη ώρα, όταν αντιλήφθηκαν ότι η παρουσία τους μας άφηνε αδιάφορους, παραμερίζοντας τους δισταγμούς, ήρθαν κοντά μας και αρχίσαμε να συζητάμε. Σύντομα με κάποια έκπληξη καταλάβαμε από τα λεγόμενά τους, ότι γνωρίζουν πάρα πολλά πράγματα! Υπήρχε κάτι απροσδιόριστο στην ατμόσφαιρα, κάτι αχνό και άπιαστο, και συναντώντας το βλέμμα των άλλων, κατάλαβα ότι το ίδιο ένιωθαν και αυτοί. Τα παιδιά μας είπαν ότι η Πεντέλη και ειδικά η σπηλιά είναι η αγαπημένη τους περιοχή! Γνώριζαν αρκετά καλά το πρόσφατο παρελθόν της και μάλιστα επέμεναν ιδιαίτερα για την ύπαρξη κάποιων τούνελ, που είχαν ανακαλύψει μέσα αλλά και έξω από τη σπηλιά, τα οποία είχαν ψάξει πολλές φορές!! Προσφέρθηκαν με άνεση να μας δείξουν την ακριβή τους θέση, κυρίως για τα λαγούμια που είχαν εντοπίσει γύρω από το ξέφωτο. Είχαν μία δυσκολία στη γλώσσα και η προφορά τους έμοιαζε ξενική, πράγμα φυσικό αφού ανέφεραν πως είχαν έρθει πρόσφατα από τον Καναδά. Υπήρχε κάτι το παράξενο πάνω τους, ήμασταν σύμφωνοι σʼ αυτό, αλλά ήταν αδύνατο να προσδιορίσουμε τι ακριβώς ήταν εκείνο που γεννούσε αυτή την αίσθηση. Από την καχυποψία πέρασαν πολύ εύκολα στην άνεση, σε τέτοιο βαθμό, που χωρίς καν να ερωτηθούν για κάτι συγκεκριμένο, άρχισαν να μιλούν με ενθουσιασμό και παρορμητικότητα για κανάλια, πλάσματα (!!) και διάφορα άλλα. Μπορεί κάποιος να αποδώσει αυτή την στάση στον αυθορμητισμό της εφηβείας και μάλλον αυτό πέρασε και από τη δική μα σκέψη, χωρίς όμως να διώξει αυτή την επίμονη, ενοχλητική αίσθηση. Τα κοίταξα προσεκτικά. Το κορίτσι στεκόταν όρθιο μπροστά μας, σχεδόν γυμνό με μια μακριά πουκαμίσα που μόλις έκρυβε το εσώρουχό της. Μιλούσε με μια εντυπωσιακή αφέλεια, τολμώ να πω προκλητική, πράγμα κάπως ασυνήθιστο, ενώ είχε μπροστά της τρεις άγνωστους άνδρες σε μια ερημική τοποθεσία. Είχε ένα καταπληκτικό πρόσωπο με αρκετές γωνίες, πανέμορφο σε σχέση με το αγόρι που είχε συνηθισμένη εμφάνιση. Αισθανόμουν ότι όλη αυτή η συμπεριφορά των δύο παιδιών δεν ήταν προσποιητή, αλλά κατά τη γνώμη μου δεν έπαυε να είναι σε κάποιο βαθμό περίεργη. Συνέχισαν λέγοντας ότι έρχονται στη σπηλιά σχεδόν κάθε μέρα, όμως το σημαντικό σημείο εδώ ήταν, πως ξεκινούσαν από τα Βριλήσσια και περπατούσαν δύο ώρες (!) μέχρι να φτάσουν στο μέρος που τους άρεσε και φυσικά με τον ίδιο τρόπο επέστρεφαν στα σπίτια τους. Διευκρίνισαν ότι δεν είχαν οικονομικό πρόβλημα, απλώς προτιμούσαν να έρχονται στη σπηλιά πεζοί… Που είδατε το πρόβλημα, αν δύο παιδιά φέρονται λίγο εκκεντρικά, μπορεί να σκεφτείτε. Σωστά, όμως… Τα παιδιά διασκέδαζαν πεζοπορώντας 4 ώρες κάθε μέρα. Κάθε μέρα με θερμοκρασίες που ξεπερνούσαν τους 30 βαθμούς, ένιωθαν ευχαριστημένα που διέθεταν με αυτό τον τρόπο το χρόνο τους. Δεν νομίζετε ότι κάτι δεν πάει καλά; Θέλετε λογικές ερωτήσεις; Ορίστε μερικές… Τι έψαχναν να βρουν; Γιατί τόση επιμονή; Ίσως η σπηλιά να αποτελούσε ένα ρομαντικό καταφύγιο, αν υποθέσουμε ότι είχαν ερωτική σχέση. Εμείς δεν καταλάβαμε να υπάρχει κάτι τέτοιο. Μα πάνω απʼ όλα γιατί το ανέφεραν τόσο απλά; Οποιοσδήποτε θα έμπαινε σε παρόμοιες σκέψεις γιʼ αυτή τη βασανιστική καθημερινή απασχόληση. Μήπως προσπαθούσαν να μας πουν κάτι άλλο; Να εστιάσουν τη προσοχή μας πάνω τους; Θα είχαν την ίδια συμπεριφορά σε οποιονδήποτε ξένο; Πως γνώριζαν τόσες λεπτομέρειες για τη σπηλιά και τη προϊστορία της περιοχής; Σʼ αυτή την τελευταία ερώτηση, απέφυγαν να απαντήσουν ή μάλλον την ξεπέρασαν σαν να μην έγινε καθόλου. Ο Γιώργος πρότεινε να τους βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία και προς μεγάλη μας έκπληξη δέχτηκαν με επιδεικτική αδιαφορία. Με φόντο τη σπηλιά ο Τάσος τράβηξε δύο φωτογραφίες με μηχανή Nikon. Ξαφνικά, ενώ συνομιλούσαμε ήρεμα, έδειξαν μια έκδηλη νευρικότητα και σχεδόν αμέσως πέταξαν ένα «γεια σας» και τρέχοντας αλαφιασμένοι, χάθηκαν. Αιφνιδιασμένοι, δεν αντιδράσαμε και όταν τους αναζητήσαμε ήταν πλέον αργά. Δεν μάθαμε ούτε τα μικρά τους ονόματα… Ο ουρανός είχε αρχίσει να παίρνει μια σκούρα απόχρωση καθώς η νύχτα ερχόταν ανυπόμονη. Είχαμε την ακαθόριστη εντύπωση, πως όλα αυτά που μοιάζανε φυσιολογικά, ήταν μια απατηλή εικόνα. Δεν προσπαθούσαμε εκβιαστικά να βαφτίζουμε τα πάντα ως μυστηριώδη φαινόμενα, όμως μια άμορφη αίσθηση είχε ριζώσει στο μυαλό μας. Είχα επιστρέψει στο σπίτι και σκεφτόμουν το απογευματινό μας «σαφάρι» όταν δύο λέξεις ανέτειλαν στη σκέψη μου αναπάντεχα και δεν έλεγαν να φύγουν. Υποπτεύομαι ότι θα γελάσετε αν τις πω, όμως θα το κάνω : Νεράιδες και ξωτικά! Ακόμα και σήμερα να με ρωτήσετε, αν χαμογελώ γιʼ αυτή την επιπόλαιη σκέψη, θα αποφύγω να σας απαντήσω… Μετά από μια εβδομάδα ο Τάσος εμφάνισε το φιλμ. Είχαμε 34 έγχρωμες φωτογραφίες σε 36άρι φιλμ. Σωστά! Έλειπαν οι δύο φωτογραφίες των παιδιών… Συγκεκριμένα, το αρνητικό παρουσίαζε δύο μαύρα καρέ, εκεί που θα έπρεπε να βρίσκονται δύο πόζες. Πριν πείτε οτιδήποτε σημειώστε ότι : 1.) το φιλμ ήταν καινούργιο, 2.) τα μαύρα κενά σημαίνουν ότι το υψηλής ευαισθησίας φιλμ δεν ερεθίστηκε χημικά καθόλου, πράγμα αφύσικο, 3.) οι συνθήκες φωτογράφησης ήταν ιδανικές από πλευράς φωτισμού και τεχνικής, δηλαδή απόσταση, διάφραγμα, ταχύτητες. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να πήρε φως, 4.) η μηχανή είναι σε άριστη κατάσταση και… 5.) ο Τάσος είναι επαγγελματίας φωτογράφος (σημ. Aragorn : και 6.) να συμπληρώσω εγώ σύμπτωση που οι δύο φωτογραφίες των παιδιών δεν εμφανίστηκαν;) Τώρα μπορείτε να πείτε ότι θέλετε… Α! έλειπε και το κουκλάκι από το βράχο!