Στις 19 Μαΐου 1973 είχαμε μια κάπως διαφορετική ιστορία. Δεν είχαμε πάει στη σπηλιά για έρευνα – η λέξη έρευνα είχε πια γελοιοποιηθεί μετά απʼ όλα αυτά – αλλά για απλή επίσκεψη. Ήμαστε πέντε άτομα : δύο Έλληνες συνεργάτες, δύο Αμερικανοί και εγώ. Είχαμε μαζί ένα μικρό φακό και τίποτα άλλο. Είχαμε φτάσει στο τεχνητό τούνελ, όταν άκουσα να μου φωνάζει ένας από τους Αμερικάνους που είχε απομακρυνθεί λίγο. Στο σημείο που βρισκόταν μπορούσε να δει κάπως από το φως της εισόδου, γιατί δεν είχε μαζί του φακό. Άλλωστε φορούσε μόνο ένα σόρτς παντελονάκι και δεν υπήρχε χώρος ούτε καν να κρύψει φακό. Ο τόνος της φωνής του ήταν κωμικά φοβισμένος και η πρώτη μου σκέψη ήταν : « Κάτι θέλει να μου σκαρώσει». Πλησίασα αδιάφορα και ρώτησα τι τρέχει. Μου έδειξε προς το βάθος της σπηλιάς. Το σκοτάδι εκεί ήταν βαθύ και έτσι είδα αμέσως και καθαρά μία κόκκινη ανταύγεια που άναβε και έσβηνε, άναβε και έσβηνε. Προετοιμασμένος για κάποια φάρσα, πλησίασα αδιάφορα. Το φως ερχόταν από το βάθος του πηγαδιού, αλλά δε φαινόταν η πηγή του. Αν και τη πρώτη φορά είχαμε χρειαστεί ανεμόσκαλα για να κατέβουμε, τώρα ήξερα πώς να κατέβω χωρίς βοήθεια και κυριολεκτικά με κλειστά τα μάτια. Έτσι δεν πήρα καν το μοναδικό μας φακό. «Α, φακός είναι…» είπα στον Αμερικάνο και άρχισα την κατάβαση με μοναδικό φως την κόκκινη λάμψη που αναβόσβηνε. Και πράγματι αυτό ήταν. Ένας συνηθισμένος φακός Made in Hong Kong. Τον πήρα, τον ανέβασα πάνω και τον έχω ακόμη. Ο φακός αυτός είχε δύο λαμπάκια. Ένα άσπρο μπροστά που έλειπε εντελώς και ένα κόκκινο στη κορυφή, το οποίο αναβόσβηνε. Κανένας μας δεν αναρωτήθηκε πως βρέθηκε αναμμένος στο πηγάδι. Δεν θα μπορούσε να τον είχε πετάξει κανείς από ψηλά, και ήταν ακουμπισμένος σʼ ένα πεζούλι του τοίχου. Ήδη ήμαστε μερικές ώρες στη σπηλιά και στο διάστημα αυτό δεν είχε μπει κανένας άλλος μέσα. Πως ο φακός είχε παραμείνει αναμμένος στην υγρή ατμόσφαιρα τόσες ώρες; Εμείς είχαμε φτάσει πρωί. Από πότε ήταν αναμμένος; Και γιατί δεν είχε το άσπρο λαμπάκι, που έλειπε εντελώς; Αν είχε κατέβει κανείς πριν από μας, γιατί δεν τον πήρε μαζί του φεύγοντας; Και πως είχε κατέβει με το κόκκινο φως; Αν είχε καεί το άσπρο λαμπάκι θα ήταν στη θέση του ή θα είχε αλλαχτεί μʼ ένα καινούργιο… Αυτά ήταν μερικά από τα ερωτήματα που σκεφτήκαμε, αλλά πολύ αργότερα. Φεύγοντας όμως το μεσημέρι, και αφού είχαμε πια απομακρυνθεί μερικά μέτρα από την είσοδο, μας έπιασαν τύψεις. Σκεφτήκαμε ότι κάποιος μπορεί να είχε πάθει ατύχημα κάτω στο τούνελ και να άφησε το φακό σαν σήμα κινδύνου, διαφορετικά θα τον είχε πάρει βγαίνοντας. Επειδή ήμασταν πολύ κουρασμένοι, έγινε ολόκληρη συζήτηση αν άξιζε το κόπο να γυρίσουμε. Τελικά, αποφασίσαμε να γυρίσουμε, έστω και αν η πιθανότητα να είχε συμβεί ατύχημα ήταν πολύ μικρή. Γυρίσαμε πίσω και… Θα πρέπει να κατεβήκαμε το τούνελ και το πηγάδι… δεν ξέρω. Μετά από εβδομάδες μόνο αναρωτήθηκα τι κάναμε και που πήγαμε όταν γυρίσαμε να αναζητήσουμε τον τυχόν ιδιοκτήτη του φακού που μπορεί να είχε πάθει κάτι. Δεν θυμόμουν τίποτα και έτσι ρώτησα όλους τους άλλους. Όλοι θυμόνταν καλά τη συζήτηση και το γεγονός ότι στραφήκαμε πάλι πίσω προς το άνοιγμα της σπηλιάς. Από εκεί και πέρα κανένας δεν θυμόταν τι κάναμε και που πήγαμε. Κατά τι διάρκεια της ίδιας επίσκεψης και λίγο πριν από το επεισόδιο του φακού είχε συμβεί κάτι άλλο. Οι δύο Έλληνες και εγώ μπήκαμε στο τεχνητό τούνελ για να εξετάσουμε τις προοπτικές να προχωρήσουμε πέρα από το φοβερά στενό σημείο. Για πρώτη φορά τόλμησε να μπει με το κεφάλι ο ένας συνεργάτης μου. Ευτυχώς υπήρχε τρόπος να στρίψει και να βγει πάλι με το κεφάλι. Ακριβώς πάνω στη στροφή του τεχνητού τούνελ μπορούσε κανείς να πιάσει το ένα πόδι του με τα χέρια, να το φέρει σε ορισμένη θέση, να κάνει ύστερα το ίδιο με το άλλο πόδι και, μετά από μερικές συγκεκριμένες συστροφές του σώματος, να κάνει τη στροφή για να επιστρέψει. Όπως εξήγησα παραπάνω, χωρίς αυτή τη στροφή η έξοδος θα ήταν αδύνατη. Και να τι συνέβη τώρα! Μπήκε ο πρώτος και οι άλλοι δύο τον ακούσαμε να λέει, εκεί όπως ήμαστε ακριβώς πίσω του : «Το τούνελ συνεχίζεται δεξιά, αλλά έχει μισοφράξει από χώματα. Θα πρέπει να έρθουμε πιο οργανωμένοι, να τραβήξουμε σιγά-σιγά τα χώματα και να προχωρήσουμε». Στη συνέχεια, βγήκε έξω (στη «πλατεία» με τη κολώνα ) και προχώρησε ο δεύτερος. Δεν είπε τίποτα συγκεκριμένο, αλλά μόνο έβγαλε εκείνους τους ακαθόριστους ήχους που βγάζει κανείς όταν συμφωνεί. Τέλος μπήκα και εγώ. Όταν γυρίσαμε στην Αθήνα ρωτήσαμε τον πρώτο πότε να πηγαίναμε για να τραβήξουμε τα χώματα που έφραζαν το τούνελ. «Ποια χώματα;», ρώτησε. «Το τούνελ στρίβει λίγο δεξιά, αλλά σε ένα ως δύο μέτρα σταματά σε συμπαγή βράχο. Δεν οδηγεί πουθενά, ούτε συνεχίζεται». Και όμως οι άλλοι δύο τον είχαμε ακούσει να λέει ακριβώς το αντίθετο μέσα στη σπηλιά. Σʼ αυτό συμφωνήσαμε, αλλά δεν πρόλαβα να χαρώ που τουλάχιστον άλλος ένας είχε ακούσει τα ίδια πράγματα με μένα. Ο δεύτερος γυρίζει και λέει : «Ναι, πράγματι τον άκουσα και εγώ να λέει ότι το τούνελ συνεχίζεται, αλλά δεν συνεχίζεται δεξιά. Εγώ το είδα να στρίβει αριστερά!». Ήρθε η σειρά μου να συμφωνήσω με τον πρώτο και να διαφωνήσω με τον δεύτερο. Και εγώ είχα δει το τούνελ να στρίβει δεξιά, αλλά δεν θυμάμαι τίποτα από εκεί και πέρα. Θυμόμουν την ειδική διαδικασία που είχα κάνει για να στρίψω και να βγω, έτσι ξέρω ότι προχώρησα πέρα από το στενό σημείο, αλλά δεν το θυμάμαι καθόλου. Τίποτε! Θυμάμαι μόνο ότι έστριψα δεξιά, όπως συμφωνεί και ο πρώτος. Τελικό αποτέλεσμα : Συμφωνώ με τον δεύτερο στο γεγονός ότι ακούσαμε τον πρώτο να λέει πως το τούνελ συνεχίζεται δεξιά. Ο δεύτερος διαφωνεί με τον πρώτο και εμένα και ισχυρίζεται ότι το τούνελ συνεχίζεται αριστερά, αλλά σταματά λίγο πιο πέρα. Εγώ θυμάμαι πως στρίβει δεξιά και τίποτε άλλο, πέρα από το γεγονός ότι βγήκα.