Η έρευνα τελείωσε νωρίτερα απʼ ότι προβλεπόταν εξαιτίας της έλλειψης μπαταριών. Αλλά αυτή τη φορά είχα προβλέψει να πάρουμε άφθονα εφεδρικά κεριά, και όταν πήραμε το δρόμο της εξόδου τα ζήτησα από το μέλος της ομάδας που είχε αναλάβει τη φύλαξή τους. Μας χρειαζόταν γιατί μόνο ένας φακός είχε μείνει, ο οποίος έφεγγε αμυδρά. Η αντίδρασή του ήταν πια κλασσική. «Ποια κεριά;», ρώτησε χαζά. «Δεν έχουμε κεριά». «Μα είπα να φέρετε όλοι!», φώναξα. «Δε θα το προσέξαμε», ήταν η εκνευριστική απάντηση. Βγήκαμε όπως-όπως με τον ένα φακό που είχε μείνει. Και τι είδα έξω; Είδα αυτόν που του είχα ζητήσει τα κεριά – και δεν είχε – να έχει στήσει στο χώμα καμιά εικοσαριά κεριά, που τα είχε ανάψει… έτσι για διασκέδαση, ενώ περίμενε να βγουν και οι άλλοι! Έγινα έξω φρενών. «Γιατί δε μου έδωσες τα κεριά όταν σου τα ζήτησα;»,φώναξα. «Δεν μου ζήτησες τίποτα», απάντησε «Σου τα ζήτησα!», φώναξα και ευτυχώς αυτό το επιβεβαίωσαν και οι άλλοι. «Ναι, σου τα ζήτησε», του είπαν. «Πράγματι, μου τα ζήτησες», παραδέχθηκε. «Και γιατί δεν μου τα έδωσες;», φώναξα πάλι. «Επειδή δεν μου τα ζήτησες», είπε απαθέστατα. «Μα τώρα μόλις παραδέχτηκες ότι σου τα ζήτησα», ούρλιαξα. «Ναι, μου τα ζήτησες», επιβεβαίωσε. «Και γιατί δεν μου τα έδωσες;» «Γιατί δεν είχα κεριά», εξήγησε απλά. «Και αυτά εδώ τι είναι;», τσίριξα υστερικά. «Κεριά», είπε απορημένα που δεν έβλεπα τι ήταν. «Και γιατί δεν μου τα έδωσες όταν σου τα ζήτησα;», γκάριξα εκτός εαυτού. «Πότε μου τα ζήτησες;»… Αυτού του είδους ο διάλογος κράτησε αρκετά λεπτά και ευτυχώς και πάλι που είχα μάρτυρες. Διαφορετικά, ακόμη και σήμερα, δεν θα ήμουν σίγουρος ποιος από τους δύο μας μιλούσε ασυνάρτητα.