Έμενε λοιπόν να εξετάσουμε το τεχνητό τούνελ και γενικά όλα όσα μας είχαν τραβήξει τη προσοχή και αρνιόμασταν να τα εξετάσουμε κάθε φορά που πηγαίναμε. Γιατί δεν τα εξετάζαμε; Δεν ξέρω, αλλά η υπόθεση είχε φτάσει στα όρια του γελοίου. Ακούστηκαν προτάσεις, μισοαστεία, μισοσοβαρά, να κολλήσουμε πινακίδες ο ένας στη πλάτη του άλλου που να γράφουν με μεγάλα γράμματα : «Προσοχή! Ήρθαμε να εξετάσουμε αυτό και αυτό… Μην το ξεχάσεις! Δεν έχεις καμία δικαιολογία να το ξεχάσεις!». Επειδή, εξάλλου, όλοι άλλα έλεγαν μέσα στη σπηλιά και άλλα έλεγαν έξω, δημιουργήθηκε και άλλο πρόβλημα. Κάποιος για παράδειγμα, έλεγε πως είχε βρει κάτι σε κάποιο σημείο. Όταν τον ρωτούσαμε αργότερα, αρνιόταν ότι είχε πει τίποτε. Η άρνηση αυτή, για πράγματα που ειπώθηκαν μπροστά σε όλους και μετά αυτός που το είπε το αρνιόταν, ήταν σχεδόν μόνιμη κατάσταση. Για το πρόβλημα αυτό προτάθηκε να πάρουμε μαγνητόφωνα, ώστε να μην υπάρχουν περιθώρια άρνησης ότι κάποιος είπε κάτι. Το δοκιμάσαμε μερικές φορές, αλλά ποτέ κανένας δεν τα χρησιμοποίησε. Τα αφήναμε στη κεντρική αίθουσα και τα παίρναμε γυρίζοντας. Συνηθισμένη δικαιολογία ήταν : «Που να τα κουβαλάμε τώρα! Στέλνουμε κάποιον να τα κατεβάσει μετά…» Αλλά κανένας δεν τα έφερε ποτέ και η ιδέα εγκαταλείφτηκε. Στο τέλος πάψαμε να παίρνουμε οποιοδήποτε όργανο. Ήταν περιττό βάρος. (Σημ. Aragorn : Εδώ δεν ξέρω αν ο Μπαλάνος εννοεί ότι «θεωρούνταν» περιττό βάρος από τους ίδιους ή αν ήταν περιττό βάρος λόγω των διαφορετικών ενδείξεων και δυσλειτουργιών που παρουσίαζαν τα όργανα).