Το πανάρχαιο τούνελ
Ημερομηνία: 06/05/2007
Καταχωριτής: Aragorn
Πηγή: Γ. Μπαλάνος, Πέρα από το αίνιγμα της Πεντέλης, Εκδόσεις Locus-7, σελ. 29-37
Ωστόσο το πιο σημαντικό εύρημα της πρώτης αποστολής δεν ήταν τίποτα απʼ όλα αυτά, αλλά κάτι που πέρασε απαρατήρητο τη πρώτη εκείνη φορά. Ήταν ένα μικροσκοπικό τούνελ στον αριστερό τοίχο της σπηλιάς και στα δύο τρίτα περίπου της απόστασης από την είσοδο. Ένα τούνελ που δεν υπήρχε καν σημειωμένο στο χάρτη της Σπηλαιολογικής Εταιρείας : το τούνελ αυτό ήταν ίσως και το πιο σημαντικό εύρημα απʼ όλα.
Στη μικροσκοπική του είσοδο φτάνει κανείς ανηφορίζοντας ένα βράχο όπου υπάρχουν σκαλισμένα μικρά σκαλοπάτια. Τα σκαλοπάτια αυτά έχουν τόσο φαγωθεί από το χρόνο που δεν διακρίνονται σχεδόν καθόλου. Τα ανακαλύψαμε τυχαία, όταν το φως έπεσε πάνω τους από μια ορισμένη γωνία, αλλά αυτό έγινε σε κάποια από τις μεταγενέστερες έρευνες. Το ίδιο το άνοιγμα είναι πολύ μικρό, και μόνο έρποντας μπορεί να μπει κανείς. Μετά από λίγα μέτρα φτάνεις σε μια μικρή «πλατεία», όπου μόλις μπορούν να χωρέσουν δύο άτομα καθιστά. Στα αριστερά υπάρχει μια σχισμή που επιτρέπει να ξαπλώσει κανείς, έτσι, με κάποιο στρίμωγμα, μπορούν να χωρέσουν τρία άτομα. Σημειώστε ακόμα ότι όλη η διαδρομή είναι κατηφορική.
Μετά τη «πλατεία» αρχίζει το ενδιαφέρον. Από εκεί αρχίζει ένα τούνελ το οποίο είναι τεχνητό. Έχει εντελώς κάθετα τοιχώματα και δάπεδο και μόνο η οροφή του είναι σπασμένη και άμορφη αν και μάλλον και αυτή θα πρέπει να ήταν κάποτε μέρος της όλης κατασκευής. Το περίεργο δεν είναι τόσο το ότι είναι τεχνητό, αλλά οι πολύ μικρές διαστάσεις του. Μετά βίας μπορεί να χωρέσει ένας φυσιολογικός άντρας και αυτό με την προϋπόθεση ότι έχει άδειες τσέπες και τα χέρια πάνω από το κεφάλι. Διαφορετικά το πλάτος των ώμων δεν του επιτρέπει να μπει. Και πάλι, ένας ερευνητής έπρεπε να μπει σαν φελλός σε μπουκάλι και, αν δεν φορούσε μονοκόμματη φόρμα , τα στενά, τραχιά τοιχώματα του μάζευαν το πάνω μέρος της φόρμας στις μασχάλες.
Οπωσδήποτε δεν ήταν μια έρευνα που θα τη συνιστούσα σε κάποιον που πάσχει από κλειστοφοβία. Ωστόσο κανένας δεν ένιωσε ποτέ κλειστοφοβία εκεί, ακόμη και οι λίγες, νεαρές κοπέλες της ομάδας που πρώτη φορά έμπαιναν σε σπηλιά. Αντίθετα αυτό που χαρακτήριζε τη διάθεση όλων ήταν μια αφύσικη και παράτολμη τόλμη. Είδα πεπειραμένους σπηλαιολόγους να κάνουν «τρέλες», χωρίς τη συναίσθηση του κινδύνου και να ριψοκινδυνεύουν με τρόπο που δεν θα περίμενε κανείς ούτε και από παιδί. Ήταν κάτι τόσο αφύσικο, ώστε τράβηξε τη προσοχή όλων. Το χαρακτηριστικό αυτό της παράλογης τόλμης παρατηρήθηκε σε όλα τα σημεία της σπηλιάς και εγώ ο ίδιος δεν αποτέλεσα εξαίρεση.
Το πρώτο ερώτημα που γεννήθηκε στη θέα αυτού του τεχνητού τούνελ ήταν το πώς κατασκευάστηκε. Κομμένο μέσα στο συμπαγή βράχο, φαινόταν αδύνατο να έχει σκαλιστεί με το χέρι. Αν έμπαινε κανείς σφηνωτός και χωρίς να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, πως μπορούσε να κόψει το βράχο; Αν έμπαινε με τα πόδια, τα χέρια του έπρεπε να είναι σηκωμένα πάνω από το κεφάλι, και αν έμπαινε με το κεφάλι, τα χέρια του δεν είχαν χώρο να κινηθούν μπροστά και πολύ περισσότερο να σκαλίσουν βράχο και να σπρώχνουν τα χώματα και τις πέτρες πίσω. Φανταστείτε έναν τετράγωνο σωλήνα μέσα σε βράχο, που να πηγαίνει προς τα κάτω και να χωρά ίσα-ίσα ένα λεπτό ανθρώπινο σώμα. Αυτό ήταν το τεχνητό τούνελ.
Και κάτι ακόμη… Με τι φως έγινε η δουλειά, αν υποθέσουμε ότι εξηγούσαμε το πώς φτιάχτηκε; Με ηλεκτρικό φως, εντάξει, αλλά αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν κεριά, πυρσοί κτλ σε τέτοιο χώρο. Και οπωσδήποτε το τούνελ είχε γίνει πριν από την εποχή του ηλεκτρισμού. Πότε;
Πριν από 6-8000 χρόνια τουλάχιστον!
Αυτή η μεγάλη ηλικία μπορούσε να αποδειχθεί εύκολα χάρη σε κάτι απλό. Στην αρχή του τεχνητού τμήματος και πάνω στο κομμένο βράχο είχε σχηματισθεί μια κολώνα από σταλακτιτικό-σταλαγμιτικό υλικό ύψους όχι λιγότερο από 80 εκατοστά. Χρειαζόταν αυτό το χρόνο για να σχηματιστεί, άραγε το τούνελ ήταν ακόμα πιο αρχαίο. Πόσο πιο αρχαίο από την ηλικία της κολώνας δεν ξέρει κανένας.
Και το αίνιγμα μεγάλωνε συνέχεια. Καλά όλα αυτά, αλλά κανένας μας δεν ήταν αρκετά ειδικός για να κρίνει το γεγονός. Μπορεί να ήταν απλώς η ιδέα μας, να το νομίζαμε απλώς… και όλα τα σχετικά που λέει κανείς όταν δεν θέλει να πιστέψει σε κάτι. . Έτσι σε μια από τις έρευνές πήραμε μαζί μας έναν ειδικό. Ήταν ο Λες Κέρμοντ, ένας Νεοζηλανδός επιστήμονας (γεωλόγος), με σπηλαιολογική πείρα και αρχισυντάκτης του Σπηλαιολογικού Δελτίου της Νέας Ζηλανδίας. Είχε έρθει για κάποιο σπηλαιολογικό συνέδριο στην Ελλάδα και τον καλέσαμε να εξετάσει το τούνελ.
«Δεν σας ορκίζομαι γιʼ αυτό», είπε όταν μπήκε μέσα, «αλλά πράγματι όλα δείχνουν ότι είναι τεχνητό» (όταν είδε και τα σκαλοπάτια δεν του έμεινε καμία αμφιβολία).
«Μα, όπως βλέπεις», του είπα, «μόνο με τα χέρια πίσω μπορεί να μπει κανείς και στη περίπτωση αυτή θα ήταν αδύνατο να το σκάψουν ανθρώπινα χέρια».
Ο Νεοζηλανδός εξέτασε τα τοιχώματα και μου είπε : «Απʼ όσο μπορώ να κρίνω από τη κατασκευή, το τούνελ θα πρέπει να σκάφτηκε από κάτω προς τα πάνω».
«Μα αυτό είναι ακόμη πιο δύσκολο να εξηγηθεί!», φώναξα
«Δεν ξέρω… πάντως αυτή την εντύπωση μου δίνει». Η αλήθεια είναι ότι αυτή την υποψία την είχα ήδη, αλλά δεν την είχα συζητήσει γιατί ήταν πολύ απίστευτη. Και όπως φαίνεται και άλλοι το είχαν σκεφτεί λίγο πολύ. Η πρώτη εικόνα που σχηματιζόταν στο μυαλό οποιουδήποτε έβλεπε το τούνελ ήταν ότι επρόκειτο για αγωγό που κάτι (νερό ίσως;) μετέφερε κάποτε από ψηλά προς… προς που; Και είχε φτιαχτεί πριν από 6000 τουλάχιστον χρόνια.
Υπήρχε και κάτι άλλο που μας παραξένεψε. Στο τούνελ υπήρχαν πρόσφατα ίχνη ανθρώπινης παρουσίας. Σύγχρονης ανθρώπινης παρουσίας. Τίποτε το περίεργο, θα σκεφτείτε. Άλλοι επισκέπτες σαν και εμάς. Ναι, αυτό σκεφτήκαμε και εμείς στην αρχή αλλά τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά.
Όπως ανέφερα πιο πριν, δεν είχαμε δώσει σημασία στο τούνελ όταν το βρήκαμε στη πρώτη αποστολή, και ιδού γιατί : Αναζητούσαμε ένα άνοιγμα που έπρεπε να είναι άγνωστο και δύσκολο να βρεθεί, εκεί όπου λεγόταν ότι είχε χαθεί ένας Γάλλος σπηλαιολόγος. Όταν φτάσαμε λοιπόν στη μικρή «πλατεία» με τη κολώνα δεν προχωρήσαμε πιο μέσα, γιατί λίγο πιο βαθιά και δεξιά, είδαμε ακουμπισμένη στο τοίχο μια άδεια κονσέρβα από… ζαμπονάκι Ζβαν. Αυτό ήταν απόδειξη ότι το τούνελ δεν ήταν αυτό που ψάχναμε. Έτσι βγήκαμε έξω. Αργότερα, ξαναμπήκαμε μερικές φορές και στη κάθε περίπτωση υπήρχαν ίχνη από κονσέρβες, χαρτιά περιτυλίγματος κλπ σαν κάποιος να έκανε εκεί πικ-νικ. Όλα ήταν ολοκαίνουργια και πολύ πρόσφατα. Δε θυμάμαι ποιος από μας πέταξε πρώτος σαν αστείο : «Μα ποιος τρελός έρχεται εδώ μέσα να φάει κονσέρβες;»
Και τότε συνειδητοποιήσαμε το πόσο αληθινά παράξενο ήταν. Θυμήθηκα αμέσως ότι η πρώτη κονσέρβα ήταν πολύ βαθιά μέσα και ακουμπισμένη πάνω και δεξιά, σε σημείο που ήταν αδύνατο να την είχε πετάξει κανείς απέξω. Έπρεπε οπωσδήποτε κάποιος να την είχε ακουμπήσει εκεί. Αλλά, στο σημείο εκείνο, ο επισκέπτης έπρεπε να μπει σφηνωτός με σηκωμένα τα χέρια πάνω από το κεφάλι και με άδειες τσέπες (Μαντίλια ή άλλα αντικείμενα στις τσέπες σκάλωναν και εμπόδιζαν το πέρασμα.). Γιατί να κουβαλούσε μαζί του μια άδεια κονσέρβα, γιατί βέβαια αποκλείεται να την άνοιξε και να την έφαγε εκεί, με τα χέρια τεντωμένα πάνω από το κεφάλι.
Η κονσέρβα έγινε αιτία να θυμηθούμε πολλές παρόμοιες και φαινομενικά αθώες λεπτομέρειες και σχεδόν όλοι αμέσως σκέφτηκαν το ίδιο πράγμα : Ήταν σαν κάποιος να άφηνε επίτηδες ίχνη που έδειχναν ότι το τούνελ ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο και γνωστό, έτσι ώστε να μας αποτρέψει να προχωρήσουμε πιο βαθιά. Και πραγματικά γιʼ αυτό το λόγο το είχαμε αγνοήσει στις πρώτες επισκέψεις.
Τώρα όμως μπήκαμε με σκοπό να μην μας σταματήσουν… οι κονσέρβες, και ήταν τώρα που συνειδητοποιήσαμε πραγματικά αυτά που ανέφερα πιο πάνω, δηλαδή την τεχνητή φύση του τούνελ και τη μεγάλη του αρχαιότητα. Ως τότε όλα είχαν περάσει απαρατήρητα.
Μετά την επιβεβαίωση του Νεοζηλανδού, δεν έμενε πια παρά να δούμε που οδηγούσε το μυστηριώδες τούνελ. Δεν ήταν τόσο εύκολο. Μπήκαμε στο στενό, τεχνητό άνοιγμα αλλά λίγα μέτρα πιο κάτω οι μπότες μας σφήνωναν και έκοβαν εντελώς τη θέα. Οι φτέρνες ακουμπούσαν στο δάπεδο και οι μύτες των ποδιών στην οροφή. Ήταν αδύνατο να προχωρήσει κανείς άλλο. Μία μόνο λύση απέμενε : να μπούμε με το κεφάλι. Ναι, αλλά ποιος τολμούσε; Το τούνελ ήταν κατηφορικό και πολύ τραχύ από τους μικρούς σταλακτίτες και σταλαγμίτες. Να συρθείς προς τα πίσω για να βγεις ήταν αδύνατο στο στενό χώρο. Να σε σύρουν οι άλλοι πίσω με σκοινί ήταν μεν δυνατόν αλλά θʼ άφηνες άφθονα κομματάκια κρέατος στη διαδρομή. Ίσως να μην το καταλαβαίνεται τώρα, αλλά, πιστέψτε με, ήταν αδύνατο να βγει κανείς αν έμπαινε με το κεφάλι και δεν έβρισκε πιο κάτω χώρο για να κάνει στροφή. Μόνο με το κεφάλι θα ήταν δυνατό να ξαναβγεί και κανένας δεν ήξερε αν υπήρχε χώρος για στροφή πιο κάτω.
0 Σχόλια: