Οι καλικάντζαροι είναι μικρά πλάσματα (σαν διαβολάκια), που τρώνε όλα τα γλυκά των Χριστουγέννων. Έτσι, λένε και στην Αντίπαρο πως... Στο κάστρο έβγαιναν καλικάντζαροι και χόρευαν όλο το βράδυ. Κατόπιν περνούσαν στο Σιφνέικο μέσα σε μια σπηλιά και έμεναν εκεί. Κατά διαστήματα μεταμορφώνονταν σε γουρούνες μαζί με τα μικρά τους και πήγαιναν στη βρύση του χωριού. Εκεί στη βρύση ήταν μια συκιά, που έκανε πολλά σύκα. Κάτω από τη συκιά έμεναν οι γουρούνες με τα γουρουνάκια. Οι καλικάντζαροι ήταν ο φόβος και ο τρόμος των παιδιών της Αντιπάρου. Μια φορά ήταν ένας και πήγαινε στο μύλο. Εκεί λοιπόν, σε ένα αλώνι είδε κάτι καλικάντζαρους. Είχε συνεννοηθεί με το μυλωνά να έχει το στάρι έξω απ' το μύλο. Μόλις αντίκρισε τους καλικάντζαρους, από το φόβο του έριζε κάτω το στάρι κι άρχισε το χορό. Καθώς χόρευε, έκραξε ένας κόκορας και οι καλικάντζαροι είπαν: «Έκραζε κόκορας, ξημέρωσε, να φύγουμε.» Ένας άλλος όμως καλικάντζαρος είπε: «Όχι, αυτός ο κόκορας είναι άσπρος.» Μετά κράζει άλλος κόκορας, λέει ένας άλλος καλικάντζαρος: «Αυτός ο κόκορας είναι κόκκινος» Αργότερα έκραξε ένας μαύρος κόκορας και είπαν όλοι οι καλικάντζαροι: «Τώρα πια είναι μέρα. Θα φύγουμε, ξημερώνει.» Κάνουν ένα «φρου» και ο άνθρωπος έμεινε μόνος του στο αλώνι, τρόμαξε και έπεσε κάτω. Πέρασε ένας περαστικός, τον είδε, τον πήγε σ' ένα σπίτι και εκεί... πέσανε. Ήταν μια γυναίκα μαμή, που καθόταν κοντά στο Σιφνέικο. Μια νύχτα της χτύπησαν την πόρτα και της είπαν: «Κυρα-μαμή, κυρα-μαμή, έλα από κει, γιατί κοιλοπονάει η αδερφή μου.» Άνοιξε την πόρτα, και τι να δει; Κάτι μικρά και τρομαχτικά πλάσματα, τους καλικάντζαρους! Είχε φοβηθεί, αλλά δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς, γιατί είχε ανάγκη από χρήματα, ήταν φτωχιά. Πήγε λοιπόν μαζί τους και, καθώς περνούσαν κάτω από το Σταυρό, της είπαν οι καλικάντζαροι: «Αν κάνει αγόρι, χαρά σε σένα. Αν κάνει κορίτσι, θα σε σκοτώσουμε». Η μαμή πήρε ένα κεράκι μαζί της για καλό και για κακό. Αφού έφτασαν, την κατέβασαν μέσα σε μια σπηλιά, όπου ήταν κι άλλες τέσσερις γυναίκες-καλικάντζαροι. Γέννησε η έγκυος και έκανε κορίτσι! Τότε η μαμή το κεράκι, που κρατούσε, το κάρφωσε στο παιδάκι. «Αγόρι, αγόρι!» φώναξε η μαμή και της έδωσαν οι καλικάντζαροι ένα πουγκί με λίρες. Πήγε στο σπίτι της η γυναίκα και έκλεισε την πόρτα. Μάλιστα έβαλε από πίσω εικόνες και παρακαλούσε να μην καταλάβουν οι καλικάντζαροι το κόλπο της. Αργότερα, πήγαν οι καλικάντζαροι έξω από το σπίτι της, χτυπούσαν την πόρτα κι έλεγαν: «Κυρα-μαμή, κυρα-μαμή, κερένιο ήταν το παιδί».