Ό,τι ακολουθεί συνέβη γύρω στις 02:00 τα ξημερώματα του προηγούμενου Σαββάτου όταν καλικάτζαροι και λοιπά δαιμόνια και τελώνια μετρούσαν λίγες ώρες πριν τη μεγάλη τους αναμέτρηση με τις δυνάμεις του Καλού. Στο αυτοκίνητο οι δυο μας. Η διαδρομή, φίδι που απλώνεται από Πανόρμου προς Ραφήνα. Άδεια η Μαραθώνος. Ψυχή πουθενά. Λίγο μετά την Παλλήνη ένα περιπολικό (κολάδικο το λέει ο Γ.) με τα καρούμπαλά του να αναβοσβήνουν σταματημένο στο ρεύμα προς Αθήνα ενώ ο αστυνομικός (μπάτσος λέμε!) μαζί με δυο ξανθιές που ετοιμαζόντουσαν να παίξουν ξύλο όρθιοι μπροστά στο όχημα. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτή την εικόνα….. Έμοιαζαν να έχουν μείνει ακίνητοι και αμίλητοι για ώρες παρόλη την ένταση που φανέρωναν τα πρόσωπά τους. Η οργή στα πρόσωπα των γυναικών και η αμηχανία σε αυτό του μπάτσου έδειχναν μετέωρες, ανολοκλήρωτες. Παράξενο, πολύ παράξενο. «Τι έγινε εδώ;» ρωτάω τον Γ. «Παράξενο, πολύ παράξενο» μου απαντά διαβάζοντας για άλλη μια φορά με ευκολία τη σκέψη μου. Το αυτοκίνητο συνεχίζει να κυλά απαλά στη μουσκεμένη μοναξιά της Μαραθώνος. Το μυαλό μου έχει κολλήσει στη νεκρική ακαμψία της προηγούμενης σκηνής όταν ακούω τον Γ με φωνή αλλοιωμένη από την έκπληξη να μου λέει: «Αυτό πάλι τι είναι;» Γυρνάω το κεφάλι μου απότομα προς τα εκεί που κοιτάει ο Γ. Οι κλειδώσεις μου διαμαρτύρονται με θόρυβο. Βλέπω(;) μια φιγούρα στο βάθος , ντυμένη στα μαύρα να κινείται πότε στην άκρη, πότε στην μέση του έρημου δρόμου. Ανοιγοκλείνω τα μάτια. Δεν εξαφανίζεται. Λογικό, αφού παραίσθηση που τη βλέπουν δύο δεν είναι παραίσθηση. Ο Γ. μειώνει ελαφρά την ταχύτητα, το αυτοκίνητο πλησιάζει το εξωπραγματικό ενώ το κοκτέιλ περιέργειας και φόβου στάζει στις φλέβες μας. Αυτό που βλέπουμε συγκρούεται με αυτό που περιμέναμε να δούμε και προς στιγμή ο εγκέφαλος κολλάει. Συνειδητοποίηση. Ο εγκέφαλος ρολλάρει. Καταμεσής του δρόμου, ένας ρασοφόρος με ανακατεμένα άμφια και μαλλιά, μια ανεμοδαρμένη εικόνα, δυσοίωνη αν μη τι άλλο. Προσπερνάμε. «Λες να έχει χτυπήσει ο καημένος; Λες να τον χτύπησαν;» Δεν του απαντώ. Έχω φοβηθεί. Όχι δεν έχω. Ναι, έχω φοβηθεί. «Να σταματήσουμε να δούμε μήπως χρειάζεται βοήθεια» Τον ζηλεύω και τον μισώ που μπορεί και σκέφτεται πως μπορεί να βοηθήσει πριν από οτιδήποτε άλλο. Ακόμη και όταν πρόκειται για ρασοφόρο, αυτός ο αντι- χριστιανός- ορθόδοξος. Ο φόβος εκτινάσσεται από το στομάχι μου, στο μυαλό και τέλος στη γλώσσα. «Όχι! Πάμε να φύγουμε. Κι αν είναι παγίδα; Αν είναι στημένο για να μας κάνει να σταματήσουμε και μετά να μας χτυπήσουν και να μας ληστέψουν;» Όλοι οι ηλίθιοι αστικοί μύθοι και μαλακίες χορεύουν τσάμικο στο κεφάλι μου. «Τι λες μωρέ; Ο γέρος θα μας επιτεθεί; Πας καλά;» Όχι βέβαια. Επίσης μόλις συνειδητοποίησα ότι είμαι απαράδεκτα συντηρητική και κομφορμίστρια. Μπιάχ! Πριν το πει, ήξερα πως θα το κάνει. «Θα κάνω αναστροφή. Θα γυρίσω πίσω. Μπορεί να έχει ανάγκη» Δεν αντέδρασα. Ας συμβεί ό,τι είναι να συμβεί. Σκέφτηκα στωικά. Γυρίσαμε. Ελαττώσαμε πάλι ταχύτητα- περισσότερο αυτή τη φορά, σταματήσαμε και κατεβάσαμε το τζάμι. «Χρειάζεστε βοήθεια;» φώναξε ο Γ. Το εξωπραγματικό με την μορφή παπά έσκυψε δίπλα μας. «Εεε;» Τα μάτια παρατήρησαν, το μυαλό επεξεργάστηκε και ανέσυρε από την μνήμη την πιο οικεία εικόνα που μπορούσε να αντιστοιχίσει: ο έρημος, εξαθλιωμένος, αντάρτης εξεγερμένος παπάς από το ʽΟ Χριστός Ξανασταυρώνεταιʼ του Καζαντζάκη. «Ρωτάμε αν είστε καλά;» πήρα θάρρος εγώ. Η συμπάθειά μου προς το πρώην αντικείμενο του φόβου μου αυξανόταν γεωμετρικά. «Χρειάζεστε βοήθεια;» επανέλαβε ο Γ. «Όχι παλικάρι μου.» Η φωνή του, με την αίσθηση μετάλλου που πάλλεται σε καρδιά πέτρας, με την υφή βουνίσια, ηλιοκαμένη. Παρατηρώ το πρόσωπό του. Μοιάζει τεράστιο, σκαμμένο… μοιάζει….. βιβλίο ιστορίας-ελληνικής. «Πηγαίνω σιγά γιατί βιάζομαι…» «Νομίζαμε πως είχατε χτυπήσει» συνεχίζει ο Γ. ενώ εγώ βεβαιώνομαι πως αν αυτό δεν είναι όνειρο τότε είναι κομμάτι ταινίας του D. Lynch. ʽΗ Χαμένη Λεωφόροςʼ ίσως. «Αν χρειαζόμουν βοήθεια ξέρεις πόσοι θα έτρεχαν για μένα…» Σήκωσε το χέρι του και τότε παρατήρησα ότι κρατούσε βασιλικό. Το κούνησε απότομα προς την πλευρά του αμαξιού. «Εκείνος μόνο να σας προσέχει. Να σας έχει Εκείνος καλά παιδιά μου» Ένοιωσα τα λόγια του να γίνονται ύλη, να με χτυπούν στο πρόσωπο και να μπαίνουν μέσα μου. «Να πάτε στο καλό» είπε στο τέλος. Τον καληνυχτίσαμε και το αμάξι άρχισε πάλι να κυλά στην μαγεμένη άσφαλτο. «Μεθυσμένος ήταν;» ρώτησα. «Μάλλον» Άλλες κουβέντες δεν μπορέσαμε να πούμε. Οι αισθήσεις είχαν μουδιάσει και η Μαραθώνος κατηφόρισε απαλά για να βοηθήσει το αμάξι, μόνο του να φτάσει σπίτι. Την νύχτα, μια συγκεκριμένη στιγμή της νύχτας, ανοίγει η Πύλη του ονείρου εκεί χαμηλά στη Μαραθώνος. Be warned or be prepared! (Σημ. Aragorn : Στην ίδια σελίδα διευκρινίζονται τα παρακάτω : Μάγισσά μου, το περίεργο είναι ότι στο συγκεκριμένο σημείο δεν υπάρχουν κατοικίες τριγύρω ούτε από τη μία ούτε από την άλλη πλευρά του δρόμου. Ο προηγούμενος Δήμος με κατοικίες και καταστήματα είναι περίπου 700 μέτρα πίσω ενώ ο επόμενος (επί του δρόμου) είναι η Ραφήνα περίπου 3χλμ μακριά...)