Το 1905, όταν ήταν διάκος στη μονή της Οδηγήτριας ο Μελέτιος Σαρουλάκης από το χωριό Σίβα Πυργιωτίσσης, κάποια Κυριακή πρωί πριν αρχίσει η λειτουργία πήγε νʼ ανάψει τα καντήλια. Εκεί λοιπόν που προσπαθούσε να τα ανάψει με κλειστές πόρτες και παράθυρα, του παρουσιάσθηκε ένας μικρός καλόγερος και του είπε : - Δώσε μου διάκο μια προσφορά γιατί θέλουμε να λειτουργήσουμε. Ο διάκος επειδή είχε περίσσευμα, του έδωσε ένα πρόσφορο. Μέχρι όμως να του το δώσει, ξαφνικά τον χάνει από τα μάτια του, όπως ακριβώς του φανερώθη. Ένα Σάββατο βράδυ ο ίδιος διάκος άκουσε χτυπήματα στη πόρτα του κελιού του. Σηκώθηκε, άνοιξε και βλέπει τον ίδιο πάλι μικρό καλόγερο μπροστά του, ο οποίος του είπε : - Δώσε μου διάκο μια προσφορά γιατί θέλουμε να λειτουργήσουμε. Ο διάκος του είπε ότι δεν είχε και τότε ο καλόγερος του απάντησε : - Έχεις μια προσφορά στο ράφι. Ο διακο-Μελέτιος την είχε τελείως ξεχάσει. Πηγαίνει πράγματι, τη βλέπει, την παίρνει και του τι δίνει. Όπως όμως συνέβη και τη πρώτη φορά, μέχρι να του δώσει τη προσφορά, εκείνος χάθηκε από μπροστά του.