Κάποιος ιερομόναχος, ησυχαστής στα όρια της μονής Φιλοθέου μου είπε ότι του διηγήθηκε ένας γέροντας (δεν ήθελε να αποκαλύψει το όνομά του) που έχει καλύβη στην έρημο του Αγίου Όρους, ότι πήγε μακριά και λίγο ψηλότερα από τη καλύβη του για να κόψη ξύλα. Εκεί συνάντησε έναν κατά πολύ αδύνατο μοναχό γύρω στα τριάντα, τον οποίο ρώτησε αν πεινά, αν θέλει τίποτα να του φέρει. Ο άγνωστος μοναχός του είπε ότι πεινούσε, αλλά να μην του φέρει τίποτα άλλο εκτός από ψωμί ή παξιμάδι και νερό. Ο γέροντας αυτός κατέβηκε στα γρήγορα πήρε ψωμί και νερό από τη Καλύβη του και ανέβηκε πολύ βιαστικός προς το βουνό, στο τόπο που συνάντησε τον άγνωστο μοναχό. Όταν πήγε εκεί που τον συνάντησε δεν υπήρχε κανείς. Όσο και αν φώναξε, όσο και αν ερεύνησε τη περιοχή εκείνη δεν μπόρεσε να τον συναντήσει. Από τότε ούτε τον ξαναείδε.