Περί το έτος 1978 ένας ορθόδοξος χριστιανός εκ Λιβάνου πρόσφυγας στη Κανά της Γαλιλαίας λόγω του εμφυλίου τότε πολέμου μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών του Λιβάνου, ήρθε ως προσκυνητής στο Άγιο Όρος. Στο προσκύνημά του στο Όρος περιελήφθη και η Σκήτη της Αγίας Άννης. Δικαίος τότε στη Σκήτη ήταν ο γέρων Κϋριλλος από την καλύβη των «Αναναίων» του Τιμίου Σταυρού. Αφού φιλοξενήθηκε ο ξένος αυτός στο Κυριακό της Σκήτης, το πρωί ρώτησε τον Δικαίο για να μάθει το μονοπάτι που ανεβάζει προς τον Άθωνα. Αφού του υπέδειξε ο πατήρ Κύριλλος τον δρόμο για τον Άθωνα, ο Λιβανέζος ξεκίνησε – αφού τον ευχαρίστησε πρώτα – με πολλή χαρά, διότι ο καιρός ήταν καλός, ήταν 20 Σεπτεμβρίου. Το βράδυ γύρισε κατάκοπος από την κούραση και το ταξίδι του στον Άθωνα, οπότε απεσύρθη στο δωμάτιό του για ξεκούραση και ύπνο. Το πρωί της άλλης μέρας, πριν αναχωρήσει από τη Σκήτημ σκέφθηκε να ρωτήσει για κάποιος μοναχούς που συνάντησε στον Άθωνα και του κίνησαν τη περιέργεια. Όταν κατέβαινε από τον Άθωνα – λέει στον γέροντα Κύριλλο με τα σπασμένα Ελληνικά του ο Λιβανέζος – συνάντησε ένα κελί στα δεξιά της καταβάσεως προς τη «Παναγία», εκεί που είναι ο μεγάλος κατήφορος που λέγεται η τοποθεσία «Βαβύλας», και δύο μοναχούς να παίρνουν νερό από το κήπο. Τον καλωσόρισαν και αφού τον οδήγησαν στο κελί του πρόσφεραν φρέσκα σύκα και έφαγε. Εκεί στο κελί παρατήρησε ότι υπήρχαν 10 περίπου μοναχοί οι οποίοι ήταν ακουμπισμένοι στα μπαστούνια τους και με το κομποσχοίνι στο χέρι φαίνονταν εκείνη την ώρα ότι προσεύχονταν. Αφού τους ρώτησε ο Λιβανέζος πόσο καιρό έχουν εκεί, του είπαν ότι είχαν πολλά χρόνια και τίποτα άλλο δεν κάνουν παρά μόνο προσεύχονται για όλο τον κόσμο. Και φαίνονταν να είναι περίπου όλοι της ίδιας ηλικίας και δεν ήσαν και πολύ μεγάλης ηλικίας. Και ρωτούσε τον Δίκαιο να μάθει λεπτομέρειες. Ο Δίκαιος, αφού σκέφτηκε λίγο απορώντας για την παράξενη αφήγηση του επισκέπτη του, του είπε ότι στη περιοχή εκεί την οποία περιέγραψε που λέγεται «Βάβυλος» δεν υπάρχει κανένα κελί ούτε και μοναχοί, αλλά ο τόπος είναι έρημος. Και ακολούθως τον ξεπροβόδισε λέγοντάς του : - Να χαίρεσαι αδερφέ, διότι φάνηκες τυχερός. Φαίνεται η καρδιά σου είναι πιστή, απλή και καθαρή. Διότι αγίους ανθρώπους είδες, οι οποίοι εμφανίζονται σʼ όποιον θέλουν, ο οποίος είναι άξιος. Διότι εμφανίσθηκαν και σε άλλους καλούς μοναχούς και λαϊκούς τέτοιοι άγιοι άνδρες παλαιότερα στην έρημο του Άθωνα. Και αφού χαιρετήθηκαν, αναχώρησε ο Λιβανέζος από τη Σκήτη πνευματικά χαρούμενος, ο δε πατήρ Κύριλλος έμεινε εκστατικός, διαλογιζόμενος για τους παράξενους εκείνους άγιους μοναχούς που του έδειξε ο Θεός του πιστού και απλού αυτού προσκυνητού.