Κατά το έτος 1920 ο νέος τότε μοναχός πατήρ Αρτέμιος από την Καλύβη «Αγία Τριάς» της Σκήτης Αγίας Άννης στάλθηκε από τον γέροντα του Ζαχαρία για κάποια δουλειά στη Μονή Μεγίστης Λαύρας. Γιʼ αυτό έφυγε πολύ νωρίς από τη Σκήτη, διότι απέχει η Λαύρα από τη Σκήτη περί τις τέσσερις ώρες, ώστε τις πρωινές ώρες βρισκόταν στα μέρη της Λαύρας. Πριν το κάθισμα του «Κυρ Ησαίου» έχασε το μονοπάτι, λοξοδρόμησε αριστερά, οπότε βρέθηκε σε λίγο μπροστά σε κάποια σπηλιά. Εκεί αισθάνθηκε κάποια ανέκφραστη ευωδία. Αφού είπε κατά τη συνήθεια του Αγίου Όρους το «διʼ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ, ο Θεός Ημών, ελέησον και σώσον ημάς. Αμήν», δεν πήρε καμία απόκριση, οπότε γύρισε πίσω από εκεί που πήρε το κατά λάθος μονοπάτι και αφού βρήκε το κύριο μονοπάτι, έφτασε ακολούθως στη Μεγίστη Λαύρα. Εκεί στη μονή που πήγε, διηγήθηκε στους πατέρες για την ανακάλυψη της σπηλιάς και όσα είδε εκεί. Αυτοί του είπαν ότι δεν γνωρίζουν εκεί καμία σπηλιά, εκτός από τη σπηλιά του «Παχωμίου» που βρίσκεται πάνω κοντά στη Κερασιά. Την άλλη μέρα πήγαν μαζί του δύο Λαυριώτες πατέρες για να βρουν τη σπηλιά. Όσο όμως και αν έψαξαν στη περιοχή εκείνη που περίπου υπολόγισε ο πατήρ Αρτέμιος ότι υπάρχει, στάθηκε αδύνατον να βρουν εκεί σπηλιά. Μερικοί το εξήγησαν ότι πιθανόν να πρόκειται περί της σπηλιάς που έζησε στα τελευταία του ο Όσιος Μάξιμος ο Καυσοκαλύβης, η οποία σήμερα αγνοείται και την είδε δια θείας αποκαλύψεως.