Κατά τον δέκατον ένατο αιώνα ένας ευλαβής νέος από τη Βουλγαρία ήρθε στο Άγιο Όρος για να γίνει μοναχός. Αφού βρήκε έναν αυστηρό γέροντα στα Καυσοκαλύβια έμεινε κοντά του. Επειδή ήταν ευλαβής και αγωνιστής, είχε τη συνήθεια να πηγαίνει συχνά στο νάρθηκα του Κυριακού της Σκήτης και να προσεύχεται. Κάποτε ήταν νύχτα, πανσέληνος και καθώς προσευχόταν σε μια γωνιά του νάρθηκα, βλέπει να εισέρχεται ένας γυμνός γέροντας ο οποίος αφού προσευχήθηκε, έκανε το σημείο του σταυρού και άνοιξε η πόρτα της εκκλησίας. Αφού προσκύνησε εν τω μεταξύ και έκανε τη προσευχή του, βγήκε με πολλή ευλάβεια από την εκκλησία και αφού σταύρωσε πάλι τη πόρτα, έκλεισε αυτομάτως μόνη της. Ακολούθως πήρε το δρόμο και ανηφόρησε προς τη Κερασιά. Ο δόκιμος Βούλγαρος Ιάκωβος θέλοντας να μάθει που μένει τον ακολούθησε ξωπίσω. Όταν παρέκαμψε τη Κερασιά και προχώρησε προς το σταυρό έστριψε προς τον Άθωνα. Ο δόκιμος Ιάκωβος που τον ακολουθούσε, όταν είδε ότι ανεβαίνει προς τον Άθωνα, έτρεξε, τον πρόλαβε και έπεσε στα πόδια του ζητώντας την ευχή του και παρακαλώντας να τον κρατήσει κοντά του. Ο άγνωστος ερημίτης του είπε : - Δεν μπορεί άνθρωπος να ζήσει εδώ χωρίς τη θεία χάρη και βοήθεια του Θεού. Γύρνα πίσω στο γέροντά σου στην υποταγή και ετοιμάσου, διότι σε λίγες μέρες φεύγεις απʼ αυτόν τον κόσμο. Γύρισε πίσω στο γέροντά του στα Καυσοκαλύβια ο δόκιμος Ιάκωβος, του εξιστόρησε όλα όσα είδε και άκουσε από το μυστηριώδη ασκητή, ετοιμάστηκε και σε τρεις εβδομάδες απεδήμησε προς το ποθούμενο Χριστό.