Κατά το έτος 1835, δηλαδή 5 χρόνια μετά την αναχώρηση των Τούρκων από το Άγιο Όρος, μερικοί σερδάρηδες κυνηγούσαν αγριότραγους στις πλαγιές του Άθωνα. Ένας σερδάρης διερχόμενος από ένα πετρώδες και άγονο μέρος είδε να στέκει μπροστά σε μια σπηλιά ένας άγνωστος γέροντας ερημίτης, γυμνός και ασκητικός. Αφού χαιρετήθηκαν, του είπε ο ερημίτης τι γίνεται στο Άγιο Όρος. Και ο σερδάρης του είπε : - Με τη προστασία της Παναγίας, δόξα τω Θεώ καλά, τώρα που αναχώρησαν και οι άπιστοι Τούρκοι από το Άγιο Όρος, που μετά την Ελληνική επανάσταση είχαν έρθει και εδώ στο Άγιο Όρος. Όταν άκουσε αυτά ο ερημίτης λέει στον σερδάρη : - Ποιοι Τούρκοι; Ποια επανάσταση; Και ο σερδάρης του λέει : - Δεν άκουσες τίποτα, τα χρόνια αυτά, ότι χρειάστηκε να χυθεί πολύ ελληνικό αίμα για να έρθει η ελευθερία; Και ο ερημίτης του λέει; - Δεν ακούσαμε τίποτα. Εμείς είμαστε εδώ εφτά και πουθενά δεν πάμε. Μένουμε εδώ. Αφού εκπλάγηκε από την αγνωσία του ερημίτη για τα συμβάντα της Ελληνικής επανάστασης και ότι είναι εφτά και ότι πουθενά δεν πάνε, κατόπιν όταν βρέθηκε σκήτη της Αγίας Άννης το είπε στους εκεί μοναχούς και γέροντες. Τότε εκπλάγησαν και αυτοί δια την είδηση και αφού μαζεύτηκαν μερικοί Πατέρες, αν και υπέργηροι ξεκίνησαν ως μια ομάδα για τον Άθωνα. Όσο και αν έψαξαν στις πετρώδες και άγριες εκείνες που τους υπέδειξε ο σερδάρης, στάθηκε αδύνατον να εντοπίσουν ή να βρουν τον άγνωστο εκείνο ερημίτη, ούτε τη σπηλιά στην οποία έστεκε, ούτε και κανένα άλλο από τους εφτά που ανέφερε στον σερδάρη ο άγνωστος και μυστηριώδης εκείνος ερημήτης.