Γειά, χαιρετώ όλον τον κόσμο. Λοιπόν ένα βράδυ καθόμουν με την ξαδέρφη μου και το (πρώην;) αγόρι της και μιλάγαμε για τρομαχτικά πράγματα, φαντάσματα κτλ. Αυτός τότε είπε μια ιστορία για ένα σπίτι που νοίκιαζε στο Καρλόβασι της Σάμου (στη Σάμο είναι; δεν θυμάμαι τώρα , τέλοσπαντων δεν έχει σημασία), όπου τον είχαν μεταθέσει, σαν στρατιωτικός που είναι. Το είχε νοικιάσει με κάτι φίλους του επίσης φαντάρους και από τις πρώτες μέρες που εγκατασταθήκανε, αρχίσανε οι λαχτάρες για τους γενναίους αυτούς υπερασπιστές της πατρίδας. Στό σπίτι, που ήταν διόρωφο, υπήρχε ένα παλιό κλιμακοστάσιο, το οποίο κλιμακοστάσιο είχε την κακή συνήθεια να τρίζει κάθε μεσημέρι, συχνά δε και άλλες ώρες της ημέρας και της νύχτας και μάλιστα να τρίζει κατά τέτοιο τρόπο που δεν άφηνε αμφιβολίες ότι την στιγμή εκείνη ΚΑΠΟΙΟΣ ΑΝΕΒΑΙΝΕ ΤΙΣ ΣΚΑΛΕΣ!!! Φυσικά κοιτάγανε τα σκαλιά αλλά δε βλέπανε κανένα ούτε να ανεβαίνει, ούτε να κατεβαίνει. Είχανε φρικάρει και κανείς τους δεν τολμούσε να πλησιάσει την σκάλα την ώρα που άρχιζαν τα τριξίματα. Ήταν πεπεισμένοι ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο και το αποτέλεσμα ήταν να αρχίσουν να φοβούνται να μένουν μόνοι στο σπίτι (μα τί χέσ...!). Ο τύπος μας αφηγήθηκε πώς ένα μεσημέρι που είχε πάρει την γεναία από- φαση να μείνει μόνος, κάθησε στο μπαλκόνι και άρχισε να πίνει μπύρα. Οπότε ξάφνου αρχινάν πάλι τα βήματα στις σκάλες και δε λεν να σταματήσουν. Ο χέσ... πέρασε όλη τη μέρα στο μπαλκόνι καπνί- ζοντας και δεν έλεγε με τίποτα να μπει μέσα προτού να γυρίσουν οι συγκάτοικοί του. Τελικά πήρε μετάθεση για αλλού λίγο καιρό μετά και έφυγε χωρίς να ενδιαφερθεί να μάθει κάτι για το ιστορικό του σπι- τιού, αν είχε πεθάνει δηλαδή κάποιος εκεί, ποιοί ήταν οι προηγούμενοι ιδιοκτήτες κτλ. κι έτσι το μυστήριο των βημάτων έμεινε ανεξιχνίαστο.