(Σημ. Aragorn : Το περιστατικό μάλλον δεν συνέβει στην Καλλικράτεια αλλά έχει άμεση σχέση με αυτή.) Η ιστορία που θα σας πω συνέβη σε εμένα τον ίδιο το 1994. Ήταν ημέρα Κυριακή και ώρα γύρω στης 11:00 το πρωί. (μόλις είχα ξυπνήσει) Είδα ένα Όνειρο πολύ ζωντανό. Το περιβάλλον, οι ομιλίες, όλα ήταν τόσο καθαρά που μου έκανε εντύπωση. Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπα ένα Όνειρο που άγγιζε την πραγματικότητα.(άλλο όνειρο το πρώτο). Τέλος πάντων, πήγα στο μπάνιο έκανα ένα ντους (χλιαρό) ντύθηκα και βγήκα στην πιάτσα να βρω κάνα φίλο για καφέ. Μόλις έφτασα στο στέκι, βλέπω τον Θανάση σε ένα τραπεζάκι, μόνος. (μου σηκώθηκε η τρίχα. Ακόμη και τώρα ανατριχιάζω που το σκέφτομαι). Το Όνειρο αρχίζει να γίνετε πραγματικότητα. Πάω κοντά και μόλις με βλέπει, κόκαλο ο Θανάσης. Παγωτό και οι δυο. Ήταν το πρώτο σοκ. Πάμε για το δεύτερο. Κάθομαι στη καρέκλα και κοιταζόμαστε επί 2-3 λεπτά χωρίς να μιλάει κανένας. Τελικά παίρνω την απόφαση να μιλήσω και σαν να μην μπορούμε να ξεφύγουμε από την μοίρα μας, λέμε και οι δυο μαζί: « είδα ένα Όνειρο…» χάσαμε την γη από τα πόδια μας. Εκείνη την στιγμή ήταν σαν να περνούσαν από το σώμα μας 10.000 βολτ. Έπρεπε να κάνω οπωσδήποτε κάτι διαφορετικό από αυτό που ξέραμε ότι θα συμβεί.(Αν και δεν ήταν καθόλου τρομακτικό αυτό που μπορεί να μας συνέβαινε, η όλη σύμπτωση ήταν που ανέβασε τον φόβο μας στο μέγιστο.) Λοιπόν να σας πω όμως πρώτα τι όνειρο είδαμε.(ακριβώς το ίδιο Όνειρο είδαμε και οι δυο). Το Όνειρο ξεκινά στο στέκι που συχνάζαμε. Στέκομαι όρθιος σε κάποιο σημείο του μαγαζιού και βλέπω τον Θανάση σε ένα τραπέζι, να κάθετε μόνος του. Πλησιάζω κοντά του, με κοιτάζει, και κάθομαι στην καρέκλα. Κοιτάζει ο ένας στον άλλον και λέμε κι δυο ταυτόχρονα «είδα ένα Όνειρο…» εκείνη την στιγμή ο Θανάσης σηκώνει το χέρι του (σαν να έλεγε περίμενε) και μου λέει θα σου πω εγώ πρώτος. Είδα πως κάτω από την μεγάλη ελιά στην Καληκράτια Χαλκιδικής, σκάβαμε και βρήκαμε ένα σάκο με λίρες. «Και εγώ ακριβώς το ίδιο είδα» του απαντάω.(μια συζήτηση μέσα στο όνειρο για κάποιο όνειρο που είδαμε). Σε αυτό το σημείο, ημέρα Κυριακή και ώρα γύρο στις 11:00 το πρωί. είχα ξυπνήσει. Το ίδιο και ο Θανάσης. Το μόνο διαφορετικό που μπορούσα να κάνω για να μην δώσω συνέχεια του ονείρου στην πραγματικότητα, ήταν να σηκώσω εγώ το χέρι μου μπρος τον Θανάση και να του πω, θα σου πω εγώ πρώτος. «Είδα αυτό που μας συμβαίνει αυτή την στιγμή» «και ο σάκος με τις λίρες;» ρωτάει. « Που σκάψαμε κάτω από την ελιά;» ρωτάω. Τέλος πάντων για να μη σας κουράζω περισσότερο, κάναμε μια συζήτηση για τον διάλογο που είχαμε μέσα στο όνειρο και αποφασίσαμε να πάμε να σκάψουμε για να δούμε τι στο καλό συμβαίνει. Όντως βρήκαμε ένα σάκο παλιό, ο οποίος όμως ήταν γεμάτος στάχτη Επειδή τον καιρό εκείνο το συζητούσαμε συνέχεια αυτό που μας συνέβη, ακούσαμε πολλά και διάφορα για την παράξενη ιστορία μας. Άλλοι μας είπαν πως για να βρίσκατε τις λίρες έπρεπε να κάνατε ότι ακριβός είδατε στο όνειρο σας. Άλλοι πάλι ότι ίσος η στάχτη να ήταν από κάποιο άνθρωπο, του οποίου το πνεύμα, μας επηρέασε και είδαμε το ίδιο όνειρο για να πάμε να τον ξεθάψουμε. Ακούσαμε βέβαια και μερικά τρελά. Ότι έχει συμβεί και σε άλλους και πως έπρεπε να κοσκινίσουμε αλεύρι πάνω από το σημείο που θα σκάβαμε, και ότι πατημασιά υπήρχε πάνω στο αλεύρι (από κάποιο ζώο), να το σφάζαμε και να ρίχναμε το αίμα του στο σημείο εκείνο και έπειτα να σκάβαμε για να βρούμε τις λίρες. Ακόμη και τώρα που το θυμάμαι διαπερνά ένα ρίγος το σώμα μου. Ανεξήγητο. Όχι μόνο το σακί με τις στάχτες, αλλά και το παιχνίδι των ονείρων που δεν έχει λογική. Ήταν άραγε τυχαίο, ή μήπως ο κόσμος που ζούμε δεν είναι αληθινός.