Το παρακάτω συμβάν συνέβη στη μητέρα μου το 1955, όταν η οικογένειά της ήταν εγκατεστημένη στη Λάρισα. Ο πατέρας της ήταν διευθυντής τραπέζης και το σπίτι που του είχαν παραχωρήσει ήταν ένα παμπάλαιο οίκημα, στο ισόγειο του οποίου ήταν η τράπεζα και στο δεύτερο όροφο το σπίτι όπου έμεναν. Η μητέρα μου τότε ήταν εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού και μόλις είχε γυρίσει από μία κουραστική βάρδια στις 12 το βράδυ. Οι γονείς της δεν ήταν εκεί και αποφάσισε να διαβάσει στο δωμάτιό της πριν κοιμηθεί. Κοιμόταν πάντα δίπλα της και ο σκύλος της, ο οποίος ήταν πάντα πολύ προστατευτικός μαζί της. Δεν ήταν πολλή ώρα που είχε ξαπλώσει και άκουσε κάποια βήματα να ανεβαίνουν σταθερά στις ξύλινες σκάλες που οδηγούσαν από την τράπεζα στο σπίτι. Ο σκύλος της άρχισε αμέσως να γρυλίζει, όχι όμως για να την προστατέψει, αντιθέτως κούρνιασε στη γωνία και το γρύλισμά του ήταν, λέει, περισσότερο σαν κλάμα φόβου. Η μητέρα μου στην αρχή νόμισε ότι είχαν γυρίσει νωρίς οι γονείς της, χωρίς να δίνει σημασία στην αντίδραση του σκύλου της. Βγήκε αμέσως έξω να τους προϋπαντήσει, αλλά αμέσως τα βήματα σταμάτησαν. Ξαναμπήκε στο δωμάτιό της, όμως τα βήματα ξανακούστηκαν πιο καθαρά αυτή τη φορά. Αντιλήφθηκε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά και άρπαξε τη μασιά από την σόμπα και βγήκε έξω. Η μάνα μου ήταν πάντα πολύ άφοβη στο σκοτάδι. Έκανε μία κατόπτευση του σπιτιού με το σκυλί κολλημένο στα πόδια της, με το τρίχωμά του κάγκελο, να κλαίει, κατέβηκε ακόμα και στην τράπεζα και έκανε μία βόλτα, αλλά τίποτα δε συνηγορούσε στην ύπαρξη κάποιου προσώπου. Αποφάσισε ότι θα κλειδωθεί στην κάμαρά της και δεν θα ξαναβγεί. Μόλις κλείστηκε στο δωμάτιό της, τα βήματα ξανάρχισαν. Η μάνα μου αυτή τη φορά, μου λέει, αισθάνθηκε τρομοκρατημένη. Ο Ραπ, ο σκύλος της, όσο τα βήματα έρχονταν πιο κοντά, έκλαιγε πιο δυνατά ακόμα. Αυτό την τρομοκράτησε. Τα βήματα, ανέβηκαν μέχρι πάνω, έκαναν το γύρω της μεγάλης σάλας του παλιού σπιτιού και ύστερα ακούστηκαν να κατεβαίνουν προς τα κάτω ξανά και να χάνονται. Τότε ήταν που ο Ράπ σταμάτησε να γρυλίζει και ηρέμησε. Όταν γύρισαν οι γονείς της η μάνα μου βγήκε έξω σαν σίφουνας και τους είπε τι έγινε. Ο πατέρας της, της είπε ότι δεν μπορεί να ήταν ο νυχτοφύλακας, γιατί εκείνη την ημέρα ήταν άρρωστος και δεν είχε έρθει. Άλλωστε δεν έμπαινε μέσα στην τράπεζα. Υπήρχε κατάλυμα έξω από αυτήν για αυτόν. Ένα χρόνο μετά μετακόμισαν σε καινούργιο οίκημα, και σε νέο κατάστημα τραπέζης. Το σπίτι αυτό γκρεμίστηκε και στα θεμέλιά του βρέθηκε τούρκικος τάφος, με μία στολή μέσα, μπότες, ένα χαντζάρι και άλλα αντικείμενα που συνηγορούσαν στο ότι ήταν ένας στρατιώτης θαμμένος εκεί. Παράξενη ιστορία έτσι; Η μητέρα μου παραμένει ΄άφοβη στο σκοτάδι. "