Οι γονείς της Χρυσούλας την έστειλαν κοριτσάκι όταν ήταν ακόμα στην Αθήνα, να εργαστεί ως υπηρετικό προσωπικό σε κάποιο πλούσιο σπίτι... Η μικρή καταγόταν από το Κιλκίς και πρώτη φορά έφευγε μακριά από το σπίτι της, αλλά ήταν κάτι πολύ συνηθισμένο για εκείνη την εποχή. Ήταν λίγο μετά τον πόλεμο και οι ιδιοκτήτες του σπιτιού ήταν νεοφερμένοι στην περιοχή της Φρεατίδας στον Πειραιά, και είχαν πολύ έντονη κοινωνική ζωή. Τα βράδια λοιπόν έφευγαν και την άφηναν να περιμένει στο σπίτι. Το κοριτσάκι άνοιγε το μπαουλάκι της (εκείνη την εποχή οι υπηρέτριες δεν κουβαλούσαν βαλίτσες ακόμα, κουβαλούσαν ένα μπαούλο σε όποιο σπίτι δούλευαν για να μην αδειάζουν και ξαναπακετάρουν μετά τα ρούχα τους όταν έφευγαν) έβγαζε και φόραγε την νυχτικιά της και έπεφτε να κοιμηθεί. Κάθε βράδυ που έφευγαν οι κύριοι της, άκουγε χτυπήματα από μπότες στο πάτωμα και όχι από έναν άνθρωπο, αλλά σαν να ήταν 3 – 4. Ακουγόταν από το πλυσταριό. Μόλις σταματούσε το ποδοβολητό, κατέβαιναν την μεγάλη ξύλινη σκάλα που βρισκόταν απέναντι από την είσοδο, 4 Γερμανοί στρατιώτες κρατώντας στα χέρια έναν ταλαίπωρο άντρα που μάλλον ήταν νεκρός, και αίματα έσταζαν σε όλη τους τη διαδρομή, μέχρι την εξώπορτα. Μόλις επέστρεφαν τα αφεντικά της, η μικρή έτρεχε έντρομη και τους έλεγε αυτά που είδε από την μισάνοιχτη πόρτα στο δωμάτιο υπηρεσίας όπου κοιμόταν, και ήταν κάτω από την σκάλα. Αυτοί γίνονταν έξω φρενών (μπορεί να τα είχαν «τσούξει» και λιγάκι…) και την απόπαιρναν αμέσως όταν το άκουγαν. Δεν άργησαν όμως και οι ίδιοι να μάθουν από την γειτονιά ότι στον πόλεμο οι Γερμανοί ανέβασαν τον πρώην ιδιοκτήτη του σπιτιού στο πλυσταριό και τον σκότωσαν στο ξύλο… Αυτοί είχαν αγοράσει το σπίτι από τα παιδιά του, που παρέλειψαν να πουν όλη την ιστορία του σπιτιού. Σημείωση : Η ιστορία αυτή είναι αληθινή και εγώ προσωπικά το πιστεύω, και την μεταφέρω με μια αλλαγή στο όνομα της μικρής και τον τόπο καταγωγής της. Το σπίτι αυτό βρισκόταν στην Φρεατίδα αλλά σήμερα στην θέση του υπάρχουν καινούριες πολυκατοικίες.