Τον Ιούλιο του 1994, παραθερίζαμε στην Σκύρο και επιστρέφοντας με τα πόδια από την Χώρα, κατευθυνόμασταν προς τον Μώλο, όπου ήταν το ξενοδοχείο που μέναμε... Η ώρα ήταν περίπου 11:30΄ το βράδυ, είχε πανσέληνο και πλησιάζοντας σε έναν δρόμο που έπρεπε να στρίψουμε δεξιά για να φτάσουμε στο ξενοδοχείο μετά από λίγο περπάτημα ακόμη, λέω, νοιώθοντας μια ανησυχία, «να προσέξουμε μη τυχόν και προσπεράσουμε το στενό που πρέπει να στρίψουμε». Ήταν ερημικά εκείνη την ώρα, δεν κυκλοφορούσε κανείς άλλος στην περιοχή τριγύρω, ούτε αυτοκίνητο και δεν γνωρίζαμε ακόμη καλά τους δρόμους. Εκείνο το τεράστιο φεγγάρι, που είχα προηγουμένως θαυμάσει, με είχε γεμίσει και με ένα δέος. Προχωρώντας μέσα στην νύχτα, εκεί που υπήρχε τόση ερημιά, περάσαμε μπροστά από ένα φωτισμένο σπίτι με αυλή και κήπο, στο οποίο γλεντούσαν πολλοί άνθρωποι, καθισμένοι γύρω από ένα μεγάλο τραπέζι και από όπου ακουγόντουσαν τραγούδια από ραδιόφωνο, φωνές και θόρυβος πιάτων και γενικώς η διασκέδαση ήταν στο απόγειο της. Πάντως, χάρηκα γιατί με αυτούς, έσπαγε η ερημιά. Καθώς βαδίζαμε γρήγορα, δύο με τρία λεπτά μετά που αφήσαμε πίσω μας το σπίτι αυτό, καταλάβαμε ότι ήμασταν σε λάθος δρόμο ,δεν είχαμε στρίψει εκεί πού έπρεπε και κάνοντας μεταβολή επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο. Και τότε τι να δούμε ; Σε κείνο το σπίτι πού γινόταν τόση φασαρία, τέτοιο γλέντι, τόσες φωταψίες, μέσα σε τόσο λίγο χρόνο επικρατούσε τώρα νεκρική σιγή και σκοτάδι. Νομίζω πώς ο καθένας μας θα θεωρήσει σχεδόν απίθανο μέσα σε δύο με τρία λεπτά να τελειώσει έτσι, ένα τέτοιο θορυβώδες γλέντι. Μήπως είδαμε ένα γλέντι παρελθόντος ή μέλλοντος ;