Στο χωριό Βυθός κοντά στη Κοζάνη, εμφανίστηκε ένα στοίχειωμα το 1952. (Σημ. Aragorn : Εδώ ίσως η αναφορά να έχει λάθος και η ημερομηνία να είναι 1925. Αυτό το στηρίζω γιατί όπως θα δείτε στη συνέχεια αναμιγνύεται στην υπόθεση και ο Τανάγρας πρόεδρος της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών, της οποίας η δράση απ’ όσο ξέρω ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1920 και κράτησε μέχρι το 1940 περίπου. Προσωπικά δεν ξέρω αν ήταν στη ζωή ο Τανάγρας το 1952). Στο σπίτι της Σταυρούλας, χήρας του Αποστόλου Μαγιάννη, έμεναν αυτή μαζί με τις τρεις κόρες της. Μια νύχτα δυνατοί θόρυβοι ακούστηκαν από το υπόγειο ενώ τα έπιπλα στο σπίτι άρχισαν να κινούνται από μόνα τους. Οι τρομοκρατημένες γυναίκες πέρασαν τρεις άγρυπνες νύχτες γύρω από την θερμάστρα. Ησυχία όμως δεν βρήκαν ούτε εκεί γιατί τα φλεγόμενα ξύλα μετακινιόντουσαν απειλώντας να κάψουν το σπίτι. Ο Πρόεδρος του Βυθού ήρθε σε επαφή με τον κ. Τανάγρα πρόεδρο της Εταιρίας Ψυχικών Ερευνών. Η Εταιρία έστειλε μια ομάδα από επτά άτομα να ερευνήσουν τα φαινόμενα. Η ομάδα πληροφόρησε το κοινό ότι είχαν ακούσει ήχους και είχαν δει να κινούνται αντικείμενα από μόνα τους. Μια νύχτα ο ιερέας του χωριού, ο Γερονικόλας έμεινε στο σπίτι και είπε ότι είδε τη νύχτα τη πόρτα να ανοίγει και ότι στο κατώφλι είδε τη σκιά μιας γριάς γυναίκας η οποία του έριξε ένα μήλο παρμένο από το μαγαζί της οικογένειας. Χωρίς να τρομάξει ο ιερέας είπε στο φάντασμα «Γιατί έχεις επιστρέψει σε μας αυτή την ώρα από τον άλλο κόσμο;». Ξαφνικά η γριά έσβησε τη λάμπα πετρελαίου με την οποία φωτιζόταν το δωμάτιο, έκλεισε τη πόρτα με θόρυβο και εξαφανίστηκε. Η ίδια γριά γυναίκα προσέγγισε και ένα άλλο άτομο στο σπίτι το οποίο παρατήρησε ότι στο δωμάτιο που υπήρχε δίπλα από αυτό που ήταν είχε ακούσει θορύβους. Κάποιοι χωρικοί είπαν πως η οικογένεια είχε στο σπίτι ένα τσοπανόσκυλο το προηγούμενο Σάββατο. Σχεδόν μεσάνυχτα το σκυλί άρχισε να ουρλιάζει λυπητερά και αυτό συνέχισε μέχρι το πρωί. Το βρήκαν ιδρωμένο και να ανασαίνει με δυσκολία σε μια γωνία ενός δωματίου. Μια άλλη νύχτα όταν η οικογένεια και οι γείτονες μαζεύτηκαν για να προσευχηθούν μπροστά στις εικόνες, η εικόνα του Εσταυρωμένου έφυγε από τη θέση της, έκανε ένα κύκλο στον αέρα και μετά στάθηκε από μόνη της κατακόρυφα πάνω στο έδαφος. Τρομοκρατημένοι έφυγαν όλοι από το σπίτι για να πάνε στο σπίτι ενός γείτονα όπου και έμειναν κλειδωμένοι για όλο το υπόλοιπο βράδυ. Το πρωί τους περίμενε άλλη μία έκπληξη. Μπροστά από την ιπτάμενη εικόνα ήταν τοποθετημένα σταυρωτά δύο τσεκούρια τα οποία βρίσκονταν στο μαγαζί της οικογένειας. Ένας από τους παρευρισκόμενους καθώς γύριζε να φύγει έπεσε πάνω σε ένα μικρό σκαμνί το οποίο είχε βρεθεί μυστηριωδώς σε εκείνη τη θέση. Ένας δημοσιογράφος που επισκέφτηκε την οικογένεια, του είπαν ότι μια νύχτα ακούστηκε ένας δυνατός θόρυβος και όλοι μαζεύτηκαν για να δουν τι είχε συμβεί. Ανάμεσά τους ήταν και η Αμαλία Αραγιά η οποία φώναξε πως αν το φάντασμα δεν φύγει θα πήγαινε στην εκκλησία για να αναλάβει ο ιερέας να το διώξει. Μετά από αυτό όλα ησύχασαν. Αλλά καθώς μιλούσαν μεταξύ τους αντιλήφτηκαν πως το πέτρινο κάλυμμα του σκεύους που η οικογένεια χρησιμοποιούσε για να βράζει κάστανα πάνω στη φωτιά άρχισε να σηκώνεται πολύ σιγά. Αλλά δεν άκουσαν τον χαρακτηριστικό ήχο του νερού που βράζει. Τελικά το καπάκι επανήλθε ακριβώς στη θέση που είχε πριν την αιώρηση.