Τρεις άντρες από το Σοφικό της Κορινθίας πήγαν στο Κόρφο, ψάχνοντας για δουλειά. Εκεί μέθυσαν και αφού πήραν μια βάρκα ξανοίχτηκαν στη θάλασσα. Εκεί πνίγηκαν σε μια ξαφνική καταιγίδα κατά τη διάρκεια της νύχτας και τα σώματά τους ξεβράστηκαν στην ακτή. Οι οικογένειές τους, πήραν τα πτώματα και τα έθαψαν έξω από τον τοίχο της εκκλησίας επειδή ο ιερέας πίστεψε ότι είχαν αυτοκτονήσει και δεν ήθελε να τους θάψει στο ιερό έδαφος της εκκλησίας όπου εκτελούνται θρησκευτικές τελετές. Μετά από μερικές νύχτες οι κάτοικοι ξύπνησαν από δυνατούς θορύβους. Ήχοι από πατήματα ποδιών, δονήσεις του εδάφους, ήχοι σπασίματος, ήχοι ξυσίματος και ασαφής ήχοι θρήνων. Κατά τη διάρκεια της νύχτας οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι μαζεύονταν σε συγκεκριμένα σπίτια του χωριού για περισσότερη ασφάλεια. Όταν γύριζαν στα σπίτια τους το πρωί, έβρισκαν τα έπιπλα σε μεγάλη ακαταστασία ενώ καταστροφές από φωτιά υπήρχαν μέσα σε όλα τα σπίτια. Οι γενική άποψη του κόσμου ήταν πως υπεύθυνοι ήταν οι βρικόλακες για όλα αυτά και μάλιστα οι πιο πρόσφατα θαμμένοι. Έτσι οι τάφοι ανοίχτηκαν και τα πτώματα τα πήγαν στο μικρό νησί του Σιδερώνα στο Σαρωνικό κόλπο όπου το χρησιμοποιούσαν σαν νεκροταφείο για «ύποπτα» πτώματα. Εκεί έδεσαν από ένα βράχο στο κάθε πτώμα και το έριξαν στη θάλασσα. Την επόμενη μέρα όμως τα πτώματα ξαναβγήκαν στην ακτή μαζί με τα υπολείμματα καμένων σχοινιών (!). Τότε αποφασίστηκε να παρθούν πιο σοβαρά μέτρα. Έβγαλαν τις καρδιές από τα πτώματα, έκοψαν τα πτώματα σε κομμάτια, τα έκαψαν και σκόρπισαν τις στάχτες στη θάλασσα.