Ο Theodore Bent θυμάται την ακόλουθη εμπειρία στη Σέριφο στα μέσα του 19ου αιώνα : «Βλέποντας ότι ενδιαφερόμασταν σε αυτό το θέμα (σημ. Aragorn : των νεραϊδών) ο δήμαρχος έστειλε να φωνάξουν μια γριά γυναίκα που όλοι στη Γαλήνη πίστευαν πως ήταν εκατό χρονών. Τέτοια ρυτιδωμένη γυναίκα δεν είχα ξαναδεί. Φορούσε ένα λευκό κάλυμμα πάνω στο κεφάλι το οποίο το τραβούσε πάνω από τα μάτια της έτσι ώστε το μόνο που μπορούσες να δεις ήταν μια μύτη και ένα μάγουλο όταν την έβλεπες από το πλάι. Πάνω από αυτό φορούσε μια μαντήλα η οποία ήταν δεμένη γύρω από τα μάγουλά της. Φορούσε μία γούνινη ζακέτα και πάνω από αυτή ένα παλτό από καφέ Δανέζικο ύφασμα. Κούτσαινε και έμοιαζε τρομοκρατημένη στη παρουσία μας και σταυροκοπήθηκε από φόβο μήπως και τη ματιάξουμε. Δεν είπε ούτε μία κουβέντα αρχικά παρόλες τις διαβεβαιώσεις του δημάρχου πως οι προθέσεις μας ήταν αγαθές. Σχεδόν τσίριξε όταν ο δήμαρχος της μίλησε για τις Νεράιδες και σηκώθηκε να φύγει κουτσαίνοντας αλλά την πείσαμε να μείνει. Ξανά όταν την ρωτήσαμε ισχυρίστηκε ότι : «δεν ξέρω τίποτα», έκλεισε τα μάτια και βόγκηξε και κατόπιν στράφηκε προς τα εμάς και μουρμούρισε : «Μικρό μου αγόρι, τι πρόκειται να μου κάνουν;». Όλοι τότε προσπάθησαν να την πείσουν ότι ο Άγγλος δεν θα την έκανε κανένα κακό και έτσι μετά από ώρα πείστηκε να πει την ιστορία της με χαμηλή φωνή, την οποία και αντιγράφω έτσι όπως μου μεταφράστηκε από τη διάλεκτό της. «Χρόνια πριν ο Μιχάλης Καππαζαχαρίας έκαβε στο αμπέλι του κοντά στην εκκλησία του Αγ. Κυπριανού». Εδώ φοβήθηκε πάλι και έκανε βίαια το σταυρό της πριν συνεχίσει. «Λοιπόν ήταν μια πολύ ήρεμη μέρα, χωρίς αέρα όταν ξαφνικά ένας ανεμοστρόβιλος ήρθε και τον πήρε και τον μετέφερε για κάποια απόσταση και όταν τελικά βρέθηκε σε κάποια απόσταση μόνος του ένιωσε το άρπαγμα των Νεράιδών. Σύντομα κάποιοι τον βρήκαν αναίσθητο και τον μετέφεραν σε αυτή την κατάσταση στο χωριό…».