Κάποια ευλαβής Χιώτισσα, από το χωριό Καλιμασσιά, αφιέρωσε όλη την περιουσία της στη Νέα Μονή. Κάποτε όμως αρρώστησε και βρέθηκε σε μεγάλη οικονομική ανάγκη. Τότε οι συγγενείς της, αντί να τη βοηθήσουν, την εγκατέλειψαν και την πίκραιναν με λόγια σκληρά: "Ας έρθει, της έλεγαν, να σε κοιτάξει ή Νέα Μονή, αφού της έγραψες την περιουσία σου. Εκείνη δεν έπαυε να προσεύχεται θερμά στην Παναγία ζητώντας τη βοήθεια της. Κι ένα βράδυ, μέσα στον πόνο και την απελπισία της, βλέπει στον ύπνο της μια γυναίκα. Ή γυναίκα αυτή την πλησίασε, την παρηγόρησε και μεταξύ των άλλων της είπε: - Μη φοβάσαι. Ή ασθένεια σου θεραπεύτηκε. Πάρε αυτό το φλουρί και θα φροντίζω εγώ για σένα. - Ποια είσαι; ρώτησε ή άρρωστη. - Είμαι ή Νέα Μονή. Με τα λόγια αυτά ξύπνησε ή γυναίκα θεραπευμένη, κρατώντας στο δεξί της χέρι το φλουρί. Πήγε στο μοναστήρι, διηγήθηκε τ' όνειρο της στον ηγούμενο Άνθιμο και του παρέδωσε το φλουρί, πού της είχε χαρίσει ή Παναγία.