Τον 17ο αιώνα, καθώς σημειώνουν ξένοι περιηγητές, ή Νέα Μονή αριθμούσε 100 έως 150 μοναχούς, κι έμοιαζε με μικρή πόλη. Ανάλογος ήταν και ο αριθμός των υποζυγίων για τη μεταφορά των πολλών εισοδημάτων. Κάποτε ένας προσκυνητής από τη Μυτιλήνη παρέδωσε στον βουρδουνάρη — επιστάτη των ζώων — της Νέας Μονής ένα φορτίο λάδι νια το μοναστήρι. Ό βουρδουνάρης φόρτωσε ένα μουλάρι και ξεκίνησε. Όταν έφθασαν στο εκκλησάκι του αγίου Φανουρίου, σε μια κακοτοπιά, το ζώο παραπάτησε και γκρεμίστηκε στο βάραθρο μέχρι το ποτάμι. Ό βουρδουνάρης, βέβαιος πώς σκοτώθηκε, δεν ασχολήθηκε περισσότερο μαζί του. Διηγήθηκε όμως στους μοναχούς το θλιβερό επεισόδιο. Δεν πέρασε πολλή ώρα κι ακούστηκαν στην πύλη της μονής χτυπήματα και χλιμιντρίσματα. Τρέχει ο πορτάρης ν' ανοίξει, και αντικρίζει το μουλάρι πού είχε γκρεμιστεί. Το πιο θαυμαστό ήταν, πώς είχε φορτωμένα στην πλάτη τα τουλούμια με το λάδι ακέραια. Ό πορτάρης το έβαλε μέσα και το ξεφόρτωσε. Τότε όμως συνέβη το εξής παράδοξο: Το ζώο έπεσε αμέσως στη γη νεκρό. Είχε πια εκπληρώσει την αποστολή του.