Σήμερα η Σπηλιά είχε πολύ κόσμο. Όχι τόσο μέσα, όσο απέξω από αυτήν, όπου υπήρχαν 3 οικογένειες με τα εγγόνια τους, καθώς και 4 αναρριχητές. Ο ένας από τους παππούδες που είχαν φέρει τα εγγόνια τους, αφού έπιασε κουβέντα μαζί μου, μου είπε ότι τελευταία φορά είχε έρθει στην σπηλιά πριν από περίπου 60 χρόνια, και ότι το τοπίο έχει αλλάξει πάρα πολύ. Είχε μείνει έκπληκτος από τις αλλαγές στο εκκλησάκι, μου είπε ότι δεν έχει πλέον καμία σχέση με αυτό που θυμάται εκείνος.. τώρα βέβαια μπορεί γέρος άνθρωπος να μην θυμάται καλά, αλλά τόνιζε το γεγονός ότι ήταν πολύ πιο μικρό, και μάλιστα θυμόταν ότι πριν εξήντα χρόνια δεν υπήρχε το τοιχάκι μπροστά από την εκκλησία (λογικά δεν θα το είχε δει λόγω του κισσού όμως). Εκεί που θέλω να σταθώ είναι στο ότι άρχισε μόνος του να μου μιλά για τις υπόγειες στοές που υπήρχαν τότε, ρωτώντας με μάλιστα αν έχω περπατήσει εγώ π.χ. εκείνη που πάει πρώτα προς τα κάτω και μετά δεξιά μετά αριστερά κ μετά διακλαδίζεται και λέγοντας μου έτσι και οδηγίες για άλλες στοές. Γελώντας του απάντησα ότι είμαι πολύ μικρός για να ξέρω ακόμα και το πως ήταν η μορφή της σπηλιάς πριν από τα έργα, και ότι πλέον όλα αυτά τα κοιλώματα είναι κλειστά. Στεναχωρέθηκε όταν του το είπα, και άρχισε να λέει πάλι μουρμουρίζοντας κάτι του στυλ "να εκεί στο βάθος υπήρχε κι ένα πηγάδι που συνέχιζε πολύ. Ήμουν μικρός όταν είχα μπει. Δεκαπέντε είκοσι χρονών. Θυμάμαι ότι σε ένα σημείο μέσα στη στοά έβαζες το αυτί σου στο βράχο και άκουγες ένα θόρυβο σαν ολάκερο ποτάμι να περνάει από πίσω. Μάλλον είναι κάποιο υπόγειο ρέμα που βγάζει στο ρέμα του Χαλανδρίου" Η κουβέντα μου με τον παππού σταμάτησε κάπου εδώ αφού αποφάσισε να ασχοληθεί με τα εγγονάκια του, και εγώ έπιασα κουβέντα με τον πατέρα των παιδιών. Μιλήσαμε για το Παρθενώνα και την λατόμευση των μαρμάρων από την πλαγιά της σπηλιάς. Κάπου εκεί ήρθε πάλι ο παππούς, και έφερε σφόδρα αντίρρηση για το ότι τα μάρμαρα του Παρθενώνα κόπηκαν από εκεί, επιμένοντας ότι κόπηκαν πιο πάνω από το βουνό και ότι τα ξέρει αυτός από που κόπηκαν. Είπα να μην πάω κόντρα στον γέρο άνθρωπο. Κάπου εκεί σταμάτησε η γνωριμία μου με τους ανθρώπους αυτούς. Έκατσα στην σπηλιά. Στο πλάτωμα της εκκλησίας, στο μάρμαρο δίπλα από την γούρνα- κολυμπήθρα. Χαλάρωσα λίγο και βυθίστηκα στις σκέψεις μου. Και ξαφνικά από το βάθος της σπηλιάς, ακούω κάτι γνώριμο. Ακούω την γυναικεία φωνή, που μάλιστα έχει τύχει να ακούσω και με φίλο από εδώ μέσα. Την ακούω αυτή τη φορά θυμωμένη. Σαν να τσακώνεται. Για 3-4 δευτερόλεπτα δυνατές φωνές. Καθαρές. Αλλά χωρίς να καταλαβαίνω τι λέει. Και μετά το γνώριμο "κλάψιμό" της. Γι 2 - 3 λεπτά. Συγκινητικό. Με άγγιξε. Γιατί να πονάει άραγε, ότι κι αν είναι; Δεν ξέρω. Αλλά πόνεσα κι εγώ. Σήμερα μου έφυγαν οι οποιεσδήποτε αμφιβολίες για το αν είναι κάποιο πουλί που συχνάζει στην σπηλιά. Πολλοί μπορούν να βγουν και να με κοροϊδέψουν. Αλλά από σήμερα είμαι μέσα μου και για μένα πεπεισμένος ότι είναι κάτι ιδιαίτερο και όχι κάτι εντελώς φυσικό όπως μια κουκουβάγια. Τι μπορεί να είναι; Δεν με ενδιαφέρει. Για μένα είναι μια εμπειρία. Κάθισα και αναρωτιόμουν. Άραγε με μένα είναι θυμωμένη; Η με τον κόσμο; Αλλά εγώ δεν είμαι ο κόσμος; Ήταν μελαγχολικός ο γυρισμός για μένα. Έξω από την σπηλιά έπιασα κουβέντα με τους αναρριχητές. Η μία κοπέλα μου είπε ότι είχε μπει νωρίτερα στη σπηλιά πριν από μένα, και είχε ακούσει μελωδίες και μουσικές και γυναικείες φωνές. Φαντάστηκε ότι μέσα έχει μπει κόσμος. Τόσες ώρες εκεί, δεν είδε κοπέλες να βγαίνουν. "Δεν ήταν κοπέλες μέσα, ε;" Με ρώτησε λίγο φοβισμένη. "Όχι της απαντάω. Μην φοβάσαι, ότι κι αν είναι η δική μας παρουσία και στάση απεναντί του το φοβίζει και το πληγώνει", απάντησα. Και ξεκίνησα για την πόλη..