Ήμουν διακοπές στο Ελληνικό νησί της Κέρκυρας για ένα σχεδόν μήνα, τον Αύγουστο του 1992. Κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου η Ελλάδα είναι το σταυροδρόμι του κόσμου. Είναι διασκεδαστικό να είσαι περιτριγυρισμένος από ανθρώπους από κάθε γωνία της υφηλίου, όμως υπήρχαν και στιγμές όπου χρειαζόταν να καθαρίσω το μυαλό μου και έτσι εκείνες τις στιγμές ζητούσα απομόνωση. Σε τέτοιες περιπτώσεις συνήθιζα να νοικιάζω μία μοτισυκλέτα και κατευθυνόμουνα στο εσωτερικό του νησιού ψάχνοντας απομονωμένα μονοπάτια και ήσυχα χωριά. Οι κάτοικοι αυτών των χωριών ήταν συνήθως πιο φιλικοί από αυτούς που έμεναν στις πιο πυκνοκατοικημένες περιοχές και οι οποίοι λόγω του τουρισμού αναγκάζονταν να δουλεύουν περισσότερες ώρες. Έτρεξα για ώρες κατά μήκος βρόμικων μονοπατιών περιτριγυρισμένος από κίτρινα αγριολούλουδα, πάνω σε λόφους και σε λιβάδια όπου οι αγρότες πάλευαν για να αποδώσει η σοδιά τους πάνω σε αυτό το πετρώδες έδαφος. Έπρεπε στο μεταξύ να κοιτώ και το ντεπόζιτο της βενζίνης γιατί δεν υπήρχε πουθενά πρατήριο εκτός από το χωριό που νοίκιασα τη μηχανή. Μόλις η βενζίνη έφτανε στο μισό δεν είχα άλλη επιλογή από το να γυρίσω. Μόλις η βελόνα έφτασε στο μισό ετοιμάστηκα να γυρίσω πίσω και τότε αντιλήφθηκα σε απόσταση ένα παλιό νεκροταφείο το οποίο βρισκόταν πολύ μακριά από οποιοδήποτε χωριό. Αποφάσισα να τεντώσω τα πόδια μου πριν ξεκινήσω το ταξίδι της επιστροφής. Πήγα μέχρι τη πύλη, έσβησα τη μηχανή και ξάπλωσα τη μοτοσυκλέτα κάτω. Καθώς περνούσα την θορυβώδη σιδερένια πύλη αντιλήφθηκα πόσο μεγάλη ησυχία επικρατούσε στο μέρος. Ήθελα να σφυρίξω στον εαυτό μου γα να βεβαιωθώ ότι δεν είχα κουφαθεί. Έμεναν λίγες μόνο ώρες φωτός ενώ ένας δυνατός άνεμος κουνούσε το υπερμεγέθη γρασίδι το οποίο περιστασιακά φύτρωνε ανάμεσα στις διασκορπισμένες ταφόπλακες. Στην Ελλάδα τους ανθρώπους δεν τους θάβουν πάντα. Τα σώματα των πεθαμένων συνήθως αναπαύονται μέσα σε μαρμάρινους τάφους επάνω στο έδαφος με καπάκια τα οποία εύκολα μπορούν να σηκωθούν η να γλιστρήσουν στο πλάι. Αρκετές φορές είχα περπατήσει ανάμεσα σε τάφους όπου τα καπάκια είχαν αφαιρεθεί και σκελετικά υπολείμματα ήταν ορατά. Υπάρχει επίσης η πρακτική στην Ελλάδα της εκταφής του σκελετού και τοποθέτησής του σε κομμάτια πάνω στο καπάκι (Σημ. Aragorn : Που ρε παιδιά γίνεται αυτό;). Ποτέ δεν πήρα μία ξεκάθαρη απάντηση για ποιο λόγο γίνεται αυτό. Δεν χρειάζεται να πω ότι είναι πολύ ανατρεπτικό για κάποιο Αμερικάνο να βλέπει τέτοια πράγματα. Από την ιδιαίτερη πατρίδα μου (Λος Άντζελες, Καλιφόρνια) το να δείχνεις νέος και όμορφος έχει φτάσει στο σημείο νοητικής ασθένειας ενώ ο θάνατος εκδιώχνεται σαν ιδέα όσο πιο γρήγορα γίνεται έτσι ώστε να μην αισθάνεται κανείς άβολα. Δεν χρειάζεται να πω πως δεν ήμουν πλέον στο Κάνσας. Υπάρχουν κάποια μέρη του κόσμου όπου είναι έθιμο να κρατιούνται τα κρανία των νεκρών συγγενών σε ένα μαντήλι στο καθιστικό. Ειρωνικά, αντί αυτοί οι άνθρωποι να φοβούνται περισσότερο τον θάνατο δεν φαίνονται να αισθάνονται τον παραμικρό φόβο. Γι΄ αυτούς κρατώντας τα κρανία των αγαπημένων τους εξυπηρετούνται πολλοί σκοποί, να τιμούν τη μνήμη των προγόνων, να κρατούν τους αγαπημένους τους που έφυγαν από τη ζωή κοντά τους και για να διώχνουν μακριά λίγη από τη δύναμη του θανάτου. Λουλούδια και μικροί πρόχειροι σταυροί στιγματίζουν το τοπίο στα Ελληνικά νησιά, σημειώνοντας το σημείο όπου κάποιος πέθανε. Οι χήρες φορούν μαύρα για χρόνια μετά τον θάνατο του συζύγου τους. Είναι μια χώρα βυθισμένη στον πνευματικό κόσμο. Ίσως αυτός να είναι ο λόγος που οι Έλληνες να είναι τόσο πολύ γνωστοί για το πάθος τους και τη ζωντάνια τους για ζωή. Στα Ελληνικά νεκροταφεία υπάρχουν μικρά ερμάρια με συρόμενες γυάλινες πόρτες όπου κεριά και λιβάνια καίγονται και όπου συνήθως υπάρχει και μια φωτογραφία του πεθαμένου. Αυτό με κάνει μεγαλύτερη αίσθηση απ’ όλα, να βλέπω τα πρόσωπα των ανθρώπων που είναι θαμμένοι εκεί όπως ήταν όταν ζούσαν, με τα ζεστά χαμόγελά τους και την καλοσύνη στα μάτια τους. Ξόδεψα πολύ χρόνο περιπλανώμενος εδώ και εκεί, γονατίζοντας στο γρασίδι δίπλα στους τάφους, μιλώντας στους ανθρώπους που ήταν θαμμένοι εκεί και αναρρωτώμενος πώς να ήταν οι ζωές τους. Στη πίσω πλευρά του νεκροταφείου το μάτι μου έπιασε ένα ασυνήθιστο θέαμα. Έναν τάφο διπλάσιο από τους άλλους. Όταν κοίταξα μέσα στο ερμάριο κατάλαβα το γιατί. Υπήρχε μια φωτογραφία ενός νεαρού ζευγαριού αγκαλιασμένο που γελούσε. Η μέρα θανάτου τους, χαραγμένη πάνω στο σταυρό, ήταν ίδια. Μάλλον ήταν παντρεμένοι και είχαν πεθάνει μαζί σε κάποιο ατύχημα. Δεν μπορώ να σας περιγράψω τα αισθήματα που είχα κοιτάζοντας τη φωτογραφία, βλέποντάς τους μαζί, ξεχειλίζοντας νεανική ενέργεια, τα χαμόγελά τους γεμάτα ενθουσιασμό και προσδοκία. Ένας στοίχος από το ποίημα του Andrew Marvell πέρασε από το μυαλό μου. «Ο τάφος είναι ένα όμορφο και προσωπικό μέρος αλλά κανείς νομίζω δεν θέλει να το αγκαλιάσει.» Ένας λευκός μαρμάρινος σταυρός που έδειχνε το τάφο τους ήταν σπασμένος στη βάση, πιθανόν από βανδάλους ή από κεραυνό και είχε πέσει στο έδαφος στη κεφαλή του τάφου. Μικρά πορτοκαλί αγριολούλουδα είχαν μεγαλώσει γύρω του. Αυτό ίσως δεν είναι και τόσο παράξενο εκτός από το γεγονός πως ήταν τα μοναδικά λουλούδια σε όλο το νεκροταφείο. Η αντίθεση αυτών των συμβόλων της ζωής και της άνοιξης δίπλα στο σύμβολο του θανάτου ήταν τόσο χτυπητό που αποφάσισα να το φωτογραφίσω. Πήρα τη φωτογραφική μου μηχανή από τη τσάντα και άρχισα να ψάχνω για μια καλή γωνία αλλά δεν μπορούσα να βρω καμία. Αποφάσισα πως η καλύτερη γωνία θα ήταν από τη κορυφή του τάφου κοιτάζοντας ευθεία κάτω προς τον σταυρό αλλά αισθάνθηκα ότι αυτό δεν ήταν αγενές έτσι τράβηξα φωτογραφίες από άλλες γωνίες. Μη ικανοποιημένος είπα στο νεαρό ζευγάρι που ήταν θαμμένο εκεί : «Με συγχωρείτε. Δεν θέλω να φανώ αγενής αλλά πρέπει να σταθώ πάνω στο τάφο σας για μερικά δευτερόλεπτα για να τραβήξω τα λουλούδια σας. Ελπίζω να μην σας πειράζει. Ελπίζοντας να έχω την έγκρισή τους στάθηκα πάνω στο καπάκι και πήρα τη φωτογραφία από τη γωνία που ήθελα. Δεν θυμάμαι να αισθάνθηκα κρυάδες πέρα από αυτές τις οποίες είχε δημιουργήσει η υπερδραστήρια φαντασία μου. Κατέβηκα και είπα «Ευχαριστώ». Πριν φύγω σήκωσα το σταυρό και τον έβαλα στο μέρος του τάφου τους. Το σπάσιμο ήταν τόσο καθαρό που ταίριαζε σαν κομμάτι παζλ. Ο ήλιος έδυε γρήγορα και φοβήθηκα για το πώς θα βρω τον δρόμο μου μέσα στο σκοτάδι, έτσι αποφάσισα να πάω σπίτι. Πέρασα τη θορυβώδη παλιά πύλη και άναψα τη μηχανή. Μετά από τόσο έντονη ησυχία που κράτησε τόση ώρα η μηχανή μου φάνηκε ν΄ ακούγεται δυνατότερη από άλλες φορές. Καθώς πήγαινα στο σπίτι σκεφτόμουν όλα τα πρόσωπα που είχα δει στις παλιές φωτογραφίες των ανθρώπων που ήταν θαμμένοι εκεί στο μοναχικό νεκροταφείο, σχετικά με τα όνειρα που θα είχαν και που βρίσκονται τώρα. Είχα βρει την μοναξιά που ζητούσα αλλά ήταν μολυσμένη με λύπη, κυρίως λόγω του νεαρού ζευγαριού. Υπήρχε ησυχία στο μοναστήρι αλλά ήταν μια σκοτεινή ησυχία και εγώ ήμουν έτοιμος να γυρίσω πίσω στα στέκια μου και στη ζωή. Άφησα την Ελλάδα λίγες μέρες αργότερα και ταξίδεψα σε άλλα μέρη για αρκετούς μήνες. Δεν εμφάνισα το φιλμ μέχρι που γύρισα στη Καλιφόρνια. Πήρα 300 με 400 φωτογραφίες σε αυτό το ταξίδι και περίπου 10 από το νεκροταφείο. Αλλά από όλες τις φωτογραφίες μόνο μία ήταν παράξενη, αυτή που τράβηξα ενώ στεκόμουν πάνω στο τάφο του νεαρού ζευγαριού. Μια λευκή ομίχλη στροβιλίζεται από κάτω δεξιά προς την επάνω αριστερή γωνία. Η ομίχλη έχει ξεκάθαρες γωνίες σε αρκετές περιοχές γεγονός που εξαφανίζει την πιθανότητα κάποιου παιχνιδιού του φωτός με τη μηχανή. Μοιάζει σαν κάτι ή κάποιος να κινείται προς τα πάνω πολύ γρήγορα. Καθώς ήμουν πάνω στο καπάκι του τάφου είχα προφανώς ξυπνήσει τα πνεύματά τους. Πιθανόν είχαν πεθάνει τόσο νέοι και με τόση ζωή που έμενε να ζήσουν που δεν είχαν δεχτεί το θάνατό τους και ήθελαν να ξαναενωθούν με τους ζωντανούς. Αυτός ίσως να είναι και ο λόγος που τα μοναδικά λουλούδια σε όλο το νεκροταφείο βρίσκονταν στο τάφο τους. Για το αν ενοχλήθηκαν ή χάρηκαν από την εισβολή μου δεν θα το μάθω ποτέ.