Σπαράγματα αγαλμάτων, ενεπίγραφες στήλες, τοιχογραφίες με φιλοσόφους, νομίσματα και χειρόγραφα αρχαιοελληνικών κειμένων στις μονές. Οι τέσσερις βασιλείς της αρχαιότητας (των Ελλήνων Αλέξανδρος, των Ρωμαίων Αύγουστος, ο βασιλεύς Ναβουχοδονόσωρ και ο βασιλεύς Μήδων και Περσών) που απεικονίζονται ένθρονοι με παλαιολόγεια αυτοκρατορική στολή σε τοιχογραφία του 1568 δεν αφήνουν αδιάφορο το βλέμμα οποιουδήποτε προσκυνητή στο καθολικό της ιεράς μονής Δοχειαρίου του Αγίου Ορους. Πολλαπλάσια ερωτήματα γεννούν στον ανίδεο επισκέπτη της μοναστικής πολιτείας η παράσταση του ζωδιακού κύκλου των αστερισμών, στην ίδια μονή, και οι δώδεκα ολόσωμες μορφές φιλοσόφων (Πυθαγόρας, Σωκράτης, Ομηρος, Αριστοτέλης, Σίβυλλα, Πλάτων, Πλούταρχος κ.ά.) εκατέρωθεν του Ιεσσαί σε τοιχογραφία που φιλοτέχνησε μεταξύ 1535 και 1541 ο Κρητικός ζωγράφος Θεοφάνης στην τράπεζα της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας. Σ’ ένα πιο εξειδικευμένο μάτι, επίσης, δεν περνούν απαρατήρητες οι κολόνες ιωνικού και δωρικού ρυθμού που υποβαστάζουν τα κελιά και τον ξύλινο διάδρομο στην ιερά μονή Ιβήρων, οι ενεπίγραφες στήλες σε πηγάδια και κρήνες και άλλα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της προχριστιανικής περιόδου που βρίσκονται εντοιχισμένα επί χίλια και πλέον χρόνια στους στιβαρούς τοίχους των μοναστηριών. Τον άγνωστο, αλλά και ανεξερεύνητο «Προχριστιανικό Αθω» περιγράφει η νέα έκδοση του Κέντρου Διαφύλαξης Αγιορείτικης Κληρονομιάς του υπουργείου Μακεδονίας - Θράκης, που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Η συλλογική εργασία –με πλούσια εικονογράφηση– που προέκυψε από τις μελέτες επιστημόνων, κοσμικών και μοναχών, σε βιβλιοθήκες, τοιχογραφίες, στα κινητά και τα εντοιχισμένα οικοδομικά σπαράγματα προσφέρουν μια συνοπτική εικόνα για τον προχριστιανικό πολιτισμό που κληρονόμησε η Μοναστική Πολιτεία. Η θέση, το ύψος, το άγριο της φύσης της περιοχής απασχόλησε τους αρχαίους συγγραφείς (Αριστοτέλη, Νίκανδρο, Θεόκριτο κ.ά), ακόμη και τον αρχιτέκτονα Δεινοκράτη που είχε την έμπνευση να λαξεύσει την προτομή του Μεγάλου Αλεξάνδρου στον Αθωνα, μια πρόταση που απορρίφθηκε από τον Μακεδόνα βασιλέα. «Αθως σκιάζει νώτα Λημνίας βοός», αναφέρει ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής. «Ο γαρ Αθως εστί όρος μέγα τε και ονομαστόν, ες θάλασσαν κατήκον, οικημένον υπό ανθρώπων», τον περιγράφει ο Ηρόδοτος. Πληροφορίες για τις αρχαίες πόλεις της αθωνικής χερσονήσου (Δίον, Ολόφυξος, Ακρόθωοι, Κλεωναί, Θρύσσος) δίνουν μεταξύ άλλων ο Θουκυδίδης, ο Στράβωνας, ο Ηρόδοτος και φυσικά ο γεωγράφος, μαθηματικός και αστρονόμος Κλαύδιος Πτολεμαίος (β΄ μ.Χ. αιώνα). Γύρω από τις πηγές της αρχαιοελληνικής γραμματείας περιστρέφονται και οι αρχαιολόγοι (Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελος και Στέφανος Π. Παλιομπέης) στην προσπάθειά τους να ταυτίσουν τις αρχαιότητες με τις θέσεις πόλεων, καθώς συστηματική ανασκαφή δεν έχει γίνει ως τώρα. Υπολείμματα προχριστιανικών πόλεων ή μνημείων βρίσκονται διάσπαρτα κοντά στα ιερά καθιδρύματα, ενισχύοντας την άποψη ότι τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα πιθανότατα κτίστηκαν σε θέσεις προκατοικοιημένες. Κριτήρια για την επιλογή αποτέλεσαν προφανώς εκτός των άλλων, η δυνατότητα προμήθειας οικοδομικών υλικών. Είναι χαρακτηριστική η τοιχογραφία του 1568 στο καθολικό της Μονής Δοχειαρίου με τέσσερις μοναχούς να μεταφέρουν «θησαυρόν» και μια μεμονωμένη όρθια κολόνα να επισημαίνει, πιθανότατα, τον αρχαιολογικό χώρο όπου εντόπισαν το εύρημα. Σπαράγματα από αγάλματα της κλασικής-ελληνιστικής περιόδου, κιονόκρανα, βάθρα, μαρμάρινες επιτύμβιες στήλες, επιγραφές, και ανάγλυφες πλάκες ως θωράκια (ένα παριστάνει την ανάληψη του Μ. Αλεξάνδρου) χρησιμοποιήθηκαν ως οικοδομικά υλικά για τα βυζαντινά και μεταβυζαντινά μνημεία. Σαρκοφάγοι μετατράπηκαν σε δεξαμενές για τη φύλαξη λαδιού, κιονόκρανα και μαρμάρινα ανάγλυφα κοσμούν παράθυρα και εισόδους, ενώ ένα από τα σημαντικότερα ευρήματα θεωρείται η ενεπίγραφη μαρμάρινη στήλη του βασιλέως Κασσάνδρου στη μονή Δοχειαρίου, φωτογραφία της οποίας δημοσιεύεται για πρώτη φορά. «Οι μοναχοί, και οπωσδήποτε οι Αθωνίτες, είναι εραστές του καλού και του ωραίου και ως φιλόκαλοι, όχι μόνο δεν παραπετούν ό,τι είναι καλό, αλλά το περιμαζεύουν και το θέτουν σε θέση περίοπτη. Όποια πέτρα ή μάρμαρο δέχθηκε σμίλης λείανση ή έστω και παραμικρή γλυφίδα, δεν οδηγείται στο ασβεστοκάμινο, αλλά εντοιχίζεται ή ξανακτίζεται ή ακόμη τοποθετείται σε θέση πολυσύχναστη και πολυδιάβατη, για να φαίνεται πως οι επίγονοι τιμούν τους κόπους και τους πόθους των προγόνων. Οι μοναχοί συλλέγουν, χωρίς να τυμβωρυχούν ό,τι διασώθηκε από τον πολιτισμό των αρχαίων μας προγόνων, τα προσέχουν, τα συντηρούν, τα διατηρούν σαν να είναι της φυλής μας τα λείψανα, οι ρίζες και ο σπόρος…», γράφει ο μοναχός Θεόκτιστος Δοχειαρίτης. Ετσι εξηγούνται εκτός των άλλων οι πλούσιες συλλογές με κινητές αρχαιότητες και νομίσματα από τους αρχαϊκούς ώς τους υστερορωμαϊκούς χρόνους που συγκέντρωσαν από τον 19ο αιώνα οι ιερές μονές με σημαντικότερες του Βατοπαιδίου, της Μεγίστης Λαύρας, του Αγίου Παντελεήμονος, του Δοχειαρίου, του Χελανδαρίου, της Αθωνιάδος Σχολής στις Καρυές και της Σιμωνόπετρας. Εμφανείς είναι οι επιρροές της αρχαιότητας τόσο στην πνευματική όσο και στην καθημερινή ζωή. Στις αρχαίες τεχνολογίες ανάγονται τα πατητήρια με κοχλίες, το υδραυλικό ωρολόγιο των Μονών Βατοπεδίου, Ιβήρων και Ξηροποτάμου, τα όργανα ζωγραφικής και γραφής, τα εργαλεία, οι διακοσμητικές τεχνικές στην αρχιτεκτονική (ψηφιδογραφία, γυψοτεχνία) ακόμη και τα εκκλησιαστικά σκεύη. Πολλά από τα σημαντικότερα σε παγκόσμιο επίπεδο βυζαντινά χειρόγραφα αρχαιοελληνικών κειμένων με εκατοντάδες τίτλους φυλάσσουν όλες σχεδόν οι αγιορείτικες βιβλιοθήκες. «Η ορθόδοξη χριστιανική παράδοση δεν απορρίπτει τη θύραθεν παιδεία και την αρχαιογνωσία», σημειώνει ο μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης. Τουλάχιστον 183 χειρόγραφα σχετικά με την κλασική αρχαιότητα αριθμεί η ιβηριτική συλλογή, εκ των οποίων 35 με αριστοτελικά έργα που χρονολογούνται από τον 13ο ώς τον 18ο αιώνα. «Το απορίας άξιον δεν είναι πώς ο Πίνδαρος βρίσκεται στη βιβλιοθήκη της Μονής, αλλά αντιθέτως, θα ήταν παράδοξο αν δεν υπήρχε σ’ αυτήν», υπογραμμίζει ο προηγούμενος Βασίλειος Ιβηρίτης. Οι παραστάσεις εξαλλου σε ναούς και μοναστηριακά κτίσματα (με παλαιότερη την τοιχογραφία της Μεγίστης Λαύρας και νεότερη της Μονής Βατοπαιδίου) του Αριστοτέλη, του Σόλωνα, του Πλάτωνα, του Σοφοκλή, του Θουκυδίδη του Πλούταρχου, του Ομήρου και άλλων φιλοσόφων, σε θέση κοντά σε αγίους δεν είναι τυχαία, παρατηρεί η Γερακίνα Ν. Μυλωνά και ο Ιωακείμ Αθ. Παπάγγελος. Οι φιλόσοφοι, που εικονίζονται με ειλητάρια, στολή επισήμου αξιωματούχου και στέμμα, αναγορεύονται σε προφήτες ξανακερδίζοντας μια ενεργό θέση σ’ έναν κόσμο με νέες θρησκευτικές ηθικές και κοινωνικές αξίες. Της Γιώτας Μυρτσιώτη /news.kathimerini.gr/